Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Η αντάρτισσα του ΕΛΑΣ και η φωτογραφία

Σπύρος Μελετζής, Αντάρτισσες
...Xωμένη ανάμεσα στις άλλες ένιωθα τα χτυπήματα της καρδιάς μου. Απόδιωχνα το φόβο, όπως έκανα μικρή σαν άκουγα για κακούς λύκους και μάγισσες. Σκέφτηκα πως έπρεπε σαν άξια Μακεδονοπούλα να ριχτώ θαρρετά στη μάχη που κόντευε η ώρα να τη γευτώ. Από τη σκέψη μου δεν έφευγε το ματωμένο πρόσωπο του αντάρτη, μα πιο πολύ τα καυτά του λόγια. " Οι Έλληνες οδηγούν τους Γερμανούς", " οι Έλληνες τους οδηγούν", έλεγα και ξανάλεγα. Πώς γινόταν , ρωτούσα τον εαυτό μου, Έλληνες, να προδίνουν στον εχθρό, αυτούς που με τόσες θυσίες πολεμούσαν για να λευτερώσουν τη βασανισμένη Ελλάδα.
Η ηλικία μου δε μου έδωσε περιθώρια για συμβιβασμούς. Θημήθηκα αυτά που μου είχε πει κάποτε ο συναγωνιστής Ρένος σχετικά με τα άνομα εγκλήματα  των προδοτών, παοτζήδων και άλλων. Αυτοί οι Έλληνες, τόνιζε με τη γνωστή φωνή του, έχουν φτηνή συνείδηση, είναι καιροσκόποι, ξεκινούν από ταπεινά ελατήρια και με  τους παρασυρμένους   από τη φασιστική προπαγάνδα, πιστεύουν στην παντοκρατορία της Γερμανίας και του Χίτλερ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδανικά, δεν έχουν πίστη, θρησκέια, πατρίδα. Και να που τώρα το διαπίστωνα και μόνη μου[...]
Σπύρος Μελετζής, Η αντάρτισσα Τιτίκα
...Μ ' ένα σημείωμα στο χέρι, που από το πολύ δίπλωμα έγινε μικρό, γεμάτη χαρά και ξέχωρη περηφάνια, ξεκίνησα για την έδρα της μεραρχίας, στον Πεντάλοφο. Ο καπετάνιος στη συγκέντρωση μάς ανακοίνωσε τη διαταγή της μεραρχίας: Με είχαν διαλέξει να φοιτήσω στη σχολή Σαράφη, στη σχολή αξιωματικών κι έπρεπε να παρουσιαστώ το ταχύτερο για να γίνουν οι σχετικές διατυπώσεις.
Περπατούσα χαρούμενη στο δρόμο, ανάμεσα πετούσαν λίγα πουλιά πάνω στα δέντρα μα δεν τα πρόσεχα. Τους χωρικούς που συναντούσα, τους χαιρετούσα βιαστικά για να μείνω πάλι μόνη, μέσα στην ήρεμη και όμορφη φύση με την ευτυχία μου. Έτρεχα, ξεκουραζόμουν λίγο και πάλι έτρεχα. Ύστερα περπατούσα σιγά, φώναζα να μ' ακούσουν τα ψηλά βουνά, τα ταξιδιάρικα σύννεφα, τα πουλιά που κρύβονταν ψηλά στα κλώνια, τα ψηλά δέντρα, ο κάμπος που δε φαινόταν. Ν' ακούσει η φύση τη χαρά μου. Πετούσα το δίκοχό μου ψηλά, το έπιανα, το έβαζα στις επωμίδες, το φορούσα ξανά, τραγουδούσα. Ήθελα να μοιραστούνε όλοι τη χαρά μου...
Σκεπτόμουν το ξεχώρισμα που μου έγινε. Κι ένιωθα περήφανη που με διάλεξαν ανάμεσα σε τριάντα διαλεχτές ελασίτισσες.
Σε τρεις μήνες θα ξαναγύριζα ανθυπολοχαγός, θα με καμάρωνε η μητέρα μου, τ' αδέλφια μου, οι θείοι μου, οι αγαπημένες μου συντρόφισσες, που τόσο δοκιμαστήκαμε τελευταία μαζί και θα' βαζα από ένα αστέρι στο δίκοχο και στις επωμίδες.
Ο ήλιος δυνατός δυσκόλευε λίγο την πορεία μου. Μα όταν βρισκόμουν κάτω από τις παχιές σκιές των πανύψηλων δέντρων με μια συγκίνηση ανάμειχτη με χαρά, άρχισα να τραγουδάω τι πιο όμορφο αντάρτικο τραγούδι, τον ύμνο του ΕΛΑΣ.
Με το ντουφέκι μου στον ώμο...
Κι ένιωθα να είμαι ολόκληρη η ενσάρκωση αυτού του λαού, με τα χίλια ονόματα: ο ακρίτας κι ο αρματωλός, το παλικάρι και ο κλέφτης, ο φρουρός κι ο εκδικητής, ο δημιουργός της νέας λεύτερης ζωής, που πετάει και πολεμάει με χαρά[...]

...Μια ξαφνική διαταγή από τη διεύθυνση της σχολής που ζητούσε αξιωματικίνες να βρίσκονται το απόγευμα στα γραφεία, μας έφερε κάποια αναστάτωση.
Ώρες , διάφορα ερωτηματικά μάς προβλημάτιζαν. Τι άραγε να μας ήθελαν και μάλιστα όλες μαζί; Η αναμμένη φαντασία μας δεν μπορούσε να μαντέψει τίποτε.
Ένας ανώτερος αξιωματικός μας παρουσίασε το νεοφερμένο καλλιτέχνη. Σταλμένος ειδικά, είχε εντολή να βγάλει φωτογραφίες τις νεαρές ανταρτοπούλες που πολεμούσαν για το ξεσκλάβωμα της βασανισμένης Ελλάδας. Ήταν ο Σπύρος Μελετζής.
Ένας μακρινός περίπατος ανάμεσα στη σιωπηλή φύση και την έντονη δική μας φλυαρία, μας έφερε στους πρόποδες του βουνού. Από την πρώτη όψη το βουνό με φόντο την απεραντοσύνη προσφερόταν πολύ για τα σχέδια του καλλιτέχνη.
Τράβηξε αρκετές στάσεις, πότε από μακριά, άλλοτε από κοντά, όλες μαζί ή μία μία, με ιδιαίτερη φροντίδα. Σε μια στιγμή με το καλλιτεχνικό του αισθητήριο άρχισε να εξετάζει  με προσοχή τα απορημένα πρόσωπά μας, ανφάς, προφίλ και πάλι το ίδιο, αλλάζοντας διαρκώς θέση ο ίδιος και τεντώνοντας πίσω, αριστερά δεξιά το μακρύ λαιμό του.
Στο τέλος είπε:
- Θέλω να διαλέξω ανάμεσά σας μια κοπέλα που η φωτογραφία της θα φιγουράρει σε περιοδικά και εφημερίδες. Γι' αυτό θέλω να βρω ανάμεσά σας ένα αντιπροσωπευτικό τύπο.
Και άρχισε πάλι, προφίλ, ανφάς. Φαίνεται δυσκολευόταν να διαλέξει ένα μόνο πρόσωπο, ένα μόνο κορίτσι. Και πρόστεσε:
- Η γυναίκα αντάρτισσα έγινε θρύλος. Πρέπει να τη δουν, να καταλάβουν όλοι το γενναίο αγώνα σας για την κατάκτηση των γυναικείων δικαιωμάτων. Όλοι διψούν να δουν φωτογραφίες. Καταλαβαίνετε λοιπόν, κορίτσια, πως πρέπει να σας προσέξω πολύ για να βρω το κατάλληλο πρόσωπο, ένα τέλειο προφίλ.
Οι καρδιές μας άρχισαν να χτυπούνε δυνατά. Κατάβαθα καθεμιά από μας ήθελε να είναι αυτή ο ιδανικός τύπος που γύρευες τόσο επίμονα ο δύσκολος καλλιτέχνης. Και δεν είναι μικρό πράμα να μπεις στις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Πάνω από τριάντα λεπτά μας εξέταζε προσεχτικά όλες. Γύριζε το πρόσωπο με ξεχωριστή επιδεξιότητα δεξιά, αριστερά, ίσια, πάλι αριστερά, δεξιά, ίσια. Απομακρυνόταν, μας εξέταζε μ' ένα δικό τους τρόπο. Κι άλλοτε μας έβλεπε και μέσα από το φακό της μεγάλης του μηχανής.
 Σπύρος Μελετζής, Η θρυλική φωτογραφία με την αντάρτισσα Τιτίκα
Η αγωνία μας όλη αυτή την ώρα δεν παραβαλλόταν ούτε με την κατάληψη του πιο δύσκολου εχθρικού λόφου. Τελικά ο καλλιτέχνης Σπύρος Μελετζής κατάληξε σε μένα. Το ηλιοκαμένο μου πρόσωπο, τα ατίθασα σγουρά μαλλιά, " η ακτινοβολία στο σύνολό μου", όπως ισχυρίστηκε ο καλλιτέχνης, συγκέντρωνε τον τύπο που ήθελε.
Δέχτηκα συγκινημένη και σιωπηλά την απόφασή του. Αυτός ήξερε! Και η φωτογραφία θα περνούσε τα σύνορα της αιωνιότητας!
Κλικ - κλακ έκανε συνέχεια η φωτογραφική μηχανή και γέμιζε το φιλμ του καλλιτέχνη. Αμέτρητες φωτογραφίες που ανάμεσά τους διαλέχτηκε μια σαν πιο πετυχημένη και κυκλοφόρησε  στη συνέχεια σε χιλιάδες αφίσες, μικρές, μεγάλες, έγχρωμες, απλές. Στήθηκε ακόμα στις μεγάλες αίθουσες των αντιστασιακών συνεδριάσεων και γραφείων, τόσο μέσα στην Ελλάδα όσο και έξω. Από την κατεχόμενη Ευρώπη μέχρι και τη Μέση Ανατολή. Αμέτρητες ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά ασταμάτητα την παρουσιάζουν.

Η φωτογραφία συμβόλιζε τη γενναία Ελληνίδα που μαχόταν στην πρώτη γραμμή, στο χιονισμένο βουνό, στο μακρινό λαγκάδι, στην απότομη ρεματιά, ενάντια στο φασισμό, για το ξεσκλάβωμα της πατρίδας.


Ύστερα ένας άλλος ξεχωριστός καλλιτέχνης ζωγράφος, αυτή τη φορά ο Μεγαλίδης με παρακάλεσε κι εκείνος να ποζάρω πλάι σ' έναν αντάρτη που τον ξεχώρισε το πρωί για ένα του έργο .  Η δουλειά θ' άρχιζε την άλλη μέρα.
Με τα πινέλα του ο καλλιτέχνης απαθανάτισε στα πρόσωπα δυο νέων ανθρώπων, την ηρωική Αντίσταση.
Η ζωγραφιά σε μεγάλο πλαίσιο , δυο επί ενάμισι περίπου, στήθηκε στη μέση της πλατείας, σαν τελειώσε. Στις περισσότερες μεραρχίες στάλθηκε από μια τέτια μεγάλη ζωγραφιά. Μάλιστα, όπως μου είπε αργότερα η μητέρα, το ίδιο αυτό πλαίσιο με τους δυο νέους στήθηκε και στην  ελεύθερη πλατεία 
των Γρεβενών.
Η μητέρα ένιωσε πολύ περήφανη για την κόρη της!

Τιτίκα Παναγιωτίδου - Γκελντή, Γνωριμία με τις Αντάρτισσες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983




Δεν υπάρχουν σχόλια :