Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Το 1821 στην ελληνική ποίηση

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Το 1821 συνήθως το θυμόμαστε όταν πλησιάζει η εθνική επέτειος και το έχουμε συνδυασμένο με δημοτικά τραγούδια, παραδοσιακούς χορούς και ρητορικούς λόγους άδειους από ουσία γεμάτους στόμφο και πομπώδεις λέξεις. Ποιήματα βγαλμένα από τη ναφθαλίνη, διαιώνιση μύθων και κατασκευασμένων ιστοριών, αποσιώπηση γεγονότων και παραχάραξη πολλών άλλων.
Όλοι θυμόμαστε το πνεύμα και το κλίμα των σχολικών γιορτών ειδικά στα παλιότερα χρόνια.
Ευχάριστη ήταν η έκπληξη όταν είδα στα ράφια των βιβλιοπωλείων ένα βιβλίο με τον τίτλο Το 1821 στην ελληνική ποίηση. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται ότι η ανθολογία αυτή είναι ένα «ποιητικό μυθιστόρημα» με πρωταγωνιστές θρυλικά πρόσωπα και τόπους σύμβολα της Επανάστασης του Εικοσιένα. Περιλαμβάνει 140 ποιήματα, που έγραψαν σε διάστημα εκατόν ενενήντα χρόνων 109 Έλληνες ποιητές, με προεξάρχοντες τους Διονύσιο Σολωμό και Ανδρέα Κάλβο. Μια συναρπαστική ποιητική διαδρομή μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Την ανθολόγηση έκανε ο Ηλίας Γκρης και είναι αφιερωμένη στους σκλάβους που ονειρεύτηκαν πως είναι απελεύθεροι.
Λόγος για την Επανάσταση και την Ποίηση εξηγητικός βρίσκεται στο επίμετρο. Ο Ηλίας Γκρης αφού προτάσσει  τη φράση του Ανωνύμου Έλληνος από την Ελληνική Νομαρχία «Ε! Πόσον γλυκύ πράγμα είναι να ομιλή τινάς την αλήθειαν!» εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να κάνει μια ανθολογία για το 1821, τη μοναδική ως σήμερα.
Ως αιτία αναφέρει το γεγονός ότι περίπου έξι γενιές βαπτίστηκαν μέσα στην νόθευση του αυθεντικού νοήματος της επανάστασης του 1821 και εμποτίστηκαν με ψέματα και ψευδολογήματα που στόχευαν στη διαιώνιση φαιδρών ιδεολογημάτων, παραχαράσσοντας και προσβάλλοντας τα ιστορικά γεγονότα. Οι αληθινοί ήρωες παραμερίστηκαν και τη θέση τους πήραν λογής λογής τυχοδιώκτες, δολοπλόκοι, και καιροσκόποι.
«Γιατί η Επανάσταση του ΄21  που ΄μεινε η κορυφαία επανάσταση της εποχής μας, με διακόσιες χιλιάδες σκοτωμένους αγωνιστές και τριακόσιες πενήντα χιλιάδες άμαχους νεκρούς, απέδειξε κι έγραψε με αίμα ότι η τραγωδία είναι ένα ελληνικό συνεχές. Αλλά δεν άξιζε να’ χει την τύχη που είχε. Να κάνει τους προύχοντες και κοτζαμπάσηδες με τους τουρκοχειροκροτημένους  ψευδάρχοντες γερά κατέχοντες, θεμελιωτές ενός σαθρού οικοδομήματος που επιβιεί ως σήμερα. Και τους αγωνιστές, που μετάγγισαν αίμα και ψυχή στη λευτεριά, να τους καταντήσει υπόδικους, απόβλητους και χλεύη των άκαπνων αρχόντων.»
Ως αφορμή αναφέρει τη συντονισμένη απόπειρα «αποκαθαρμού» του  ’21 από τα εγγενή του στοιχεία (μάχες, φονικά, αλώσεις). Υποστηρίζει ότι η ιστορία είναι πλήρες βίωμα ζωής και θανάτου των ανθρώπων στον επάλληλο βίο τους. Γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι ουδέτερη.
Και ο ποιητής τι σχέση έχει με την ιστορία; Ο ποιητής πάντα γράφει ιστορία, δηλαδή την μεταπλάθει σε ποίηση της ιστορίας.
Ανθολογούνται  αναγνωρισμένοι και καταξιωμένοι ποιητές, που εμπνεύστηκαν διαχρονικά από την Επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της. Στο επίμετρο όμως γίνεται μια περιληπτική αναφορά και σε πολλούς άλλους ποιητές, κυρίως των πρώτων επαναστατικών και μετεπαναστατικών χρόνων, που δεν ανθολογούνται αν και γράφουν για το 1821.
Η επιλογή είναι ενδεικτική του περιεχομένου της ανθολογίας.


Τάσος Γαλάτης, Το χάνι της Γραβιάς

Όταν ο Ομέρ Βρυώνης
έβγαινε κατησχυμμένος στην οθόνη
κι έσκουζε τα μακρόσυρτα εκείνα βάι – βάι κι αμάν
με τη φωνή του Μίμαρου
– Τριακόσια μελεούνια μ’ έφαγε , τρακόσια μελεούνια»
κι εννοούσε ως γνωστόν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο χάνι της Γραβιάς
δεν ήταν ασφαλώς τόσο αναρίθμητες οι απώλειες
τόσα κορμιά ούτε ο ευαγγελιστής στην Αποκάλυψη
δεν θα’ φτανε να υπολογίσει.

Όμως η παιδική ψυχή μας
τρακόσια κι άλλα τόσα μελεούνια μπορούσε να χωρέσει
και να ξαναστήσει άπαρτο
χάρη στο μεράκι του φημισμένου καραγκιοζοπαίκτη μας
το αθάνατο εκείνο χάνι.

Και τώρα συλλογίζομαι
με ποιο τρόπο η ποίηση θα μπορούσε
όχι βέβαια να αναστήσει
απλώς να ζωντανέψει λίγο στη μνήμη τα βράδια εκείνα
όταν η ρωμιοσύνη φάνταζε ακόμη απέθαντη
κι έδινε το παρόν χαρμόσυνη παρά τη φτώχεια και την καταφρόνια
σαν τον Κοπρίτη και το Κολλητήρι
έξω από την ετοιμόρροπη παράγκα του Καραγκιόζη.



Θωμάς Γκόρπας, Τα ίδια και τα ίδια
[…]
Πάμε ρε παιδιά σινεμά να περάσ’ η ώρα
κ’ ελλείψει ελληνικού βλέπουμε τούρκικο
– δε βλάπτει…Μάθατε…μάθατε;
Το παλιό ηλιοβασίλεμα επιστρέφει
ανατολή ηλίου και όλοι κλαίνε από χαρά
τρώνε και πίνουνε χορεύουνε και δε μιλάνε…
Πάλι
το μαγαζάκι το παλιό ανοίγει για καινούργιο…
Κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα
κι ακούω ρεμπέτικα χαζεύω ζωγραφιές
κοιτάω παλιά κιτάπια κ’ έξω απ’ το παράθυρο…
Αυτή είναι σκλαβιά! Αυτή είναι σκλαβιά μουρμουράω.
Περασμένα μεσάνυχτα με παίρνει ο ύπνος
ονειρεύομαι τον Αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη
βήχει βρίζει λάμπει και τους δείχνει
τον πούτζο του.

Πάλι. Αμάν τι τραβάς κ’ εσύ
καημένη Ελευθερία!…
Ούτε εχθρός τους να’ σουνα…



Οδυσσέας Ελύτης, Μικρός ναυτίλος
[Προβολέας δ’]
Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δίνει τη διαταγή να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου, Νούτσο και Πανουργιά.
Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδικείου καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως « επίβουλον και προδότην της πατρίδος».
Σκηνή Τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο  ρίχνεται στις φυλακές ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ’ την εκκλησία, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω από τις σφαίρες των Μαυρομιχαλαίων.
[…]


Βικτωρία Θεοδώρου, Μη τη ζωή!
Των μαρτύρων το παράπονο πνέει ο αγέρας
που τους θερίσανε τα νιάτα τους μες στον Απρίλη.
Του Διάκου, ακούγεται το δίστιχο στη χλόη,
της Βάσως τ’ άθαφτο κορμί φωνάζει
για λίγο χώμα, αχ τι ντροπή, να φανερώνουν τώρα
λερά κόκαλα την περηφάνια και την ομορφιά της.
Βοά το αίμα τους και παραγγέλλει:
Μη τη Ζωή! Και Μη τα Νιάτα!

Μη, για τίποτα στον κόσμο!
« Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει…»
« Δέστε την ομορφιά μου αραχνιασμένα κόκαλα…»
« Κλαίνε τα δέντρα, κλαίν και τα κλαδιά
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…»



Θανάσης Κωσταβάρας, Θάνατος και αποθέωσις του καπετάν Θύμιου Βλαχάβα και του ιερομόναχου Δημητρίου στα Γιάννινα
Σαν πήρε να βραδιάζει τη δεύτερη μέρα του μαρτυρίου
– με τον αγέρωχο καπετάνιο δεμένον στο στύλο
καταξεσχισμένον κι αιμόφυρτο –
σαν πήρε λοιπόν να βραδιάζει
κι ο αποσπερίτης είχε αρχίσει να χτυπάει ρυθμικά
ψηλά στο στερέωμα,
σήκωσε, έτσι όπως ήταν πρησμένος, το βαρύ του κεφάλι ο
αιχμάλωτος
κι είπε μέσα από τα σπασμένα του δόντια
τόσο δυνατά πάντως που να τον ακούσουν, όχι μόνο εκείνοι
που κρατούσαν τα σύνεργα
μα και οι άλλοι, ένα γύρω, που κοίταζαν.

( Ήξερε ποιο θα’ ταν το τέλος.
Ήξερε πως δεν θα ξαναδιάβαζε τα σημάδια των άστρων
και πώς δεν θα ξανάκουγε το τραγούδι των γρύλων
– που τόσο πολύ αγαπούσε –
και πως αύριο τα χαράματα θα’ ταν η τελευταία φορά
που θα’ βλεπε να ξεπροβάλει κατακόκκινος
πάνω απ’ το Μιτσικέλι ο ήλιος).

«Ορέ μουρτάτες, είπε, εμένα καλά με παιδεύετε.
Και καλά μου μπήγετε τα καλάμια στα νύχια.
Και κρεμάστε με ακόμα τ’ ανάποδα πάνω από τη φωτιά
και τσακίστε μου ένα – ένα τα κόκαλα.

Κι ύστερα γδάρτε μου το τομάρι, εμένα τον αντάρτη και
τον αρχικαπετάνιο
και χτίστε με.
Όχι γιατί μου αξίζει, μα γιατί έτσι είναι ο νόμος:
Ο νικημένος να πληρώνει τη λεβαντιά του με τον πιο άγριο
θάνατο.
Όμως αυτόν τον δυστυχισμένο καλόγερο
τι τον τυραννάει και δεν τον τελειώνει ο σκύλος;
Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν δικός μας.
Αυτός δεν είχε σηκώσει ντουφέκι, μήτε και τραγουδούσε τα
τραγούδια τ’ αντάρτικα.
Αυτός το σταυρό μόνο κρατούσε
παρακινώντας τους σηκωμένους να προσκυνήσουν
να γονατίσουν ακόμα μπροστά στον αφέντη
άλλη Δικαιοσύνη ζητώντας κι άλλη Ελευθερία, μέσα απ’ την
πίστη του, τάζοντας.»

Έτσι τους μίλησε ο ανδρείος.
Όμως εκείνοι καμιά σημασία δεν του’ δωσαν.
Παρά συνέχισαν να βασανίζουν και να χτίζουν τον δύστυχο.

Ο κόσμος των άστρων πλήθαινε λίγο – λίγο
και τα τριζόνια είχαν αρχίσει το γαλήνιο τραγούδι τους
και η αρμονία του σύμπαντος κρατούσε όπως πάντα την
τάξη της.

Και κει, στην αυλή του Αλή, οι δυο άνθρωποι βασανίζονταν.
Με καρτερία πάντως αξιοθαύμαστη υπομένοντας τα μαρτύρια
και με αξιοπρέπεια αδιάπτωτη προχωρώντας – και οι δυο –
προς τον θάνατο.

Έτσι γίνονταν στα 1808 κι έτσι θα γινόταν και 140 χρόνια
αργότερα.

Κι έτσι γίνεται πάντα όταν πέφτουν δίσεχτα χρόνια.
Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Γιατί σ’ έναν κόσμο μαγαρισμένο
πού να βαδίσει ο άγιος
και πού ο απροσκύνητος να σταθεί;

Και πώς να σωθεί ο αμόλυντος;
Όμως με τη ζωή του πάντα ο γενναίος
ζεσταίνει τους σκλαβωμένους.
Και με το θάνατό του τους οδηγεί
απ’ την υποταγή
στην ανάσταση.



Γιάννης Σκαρίμπας, «Εκατονταπενηντάχρονος»
Μια εθνική μόνον επανάσταση,
χωρίς την κοινωνική καταξίωσή της,
είναι μια «φαινομενοφάνεια»
που τα «κατεστητά» την επιτρέπουν.
Τι θάχαναν; Και η ανεξαρτησία δική τους θάταν…

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου
συνήθιζαν μόνο αναμετάξυ τους την τύφλωση.
Οι λόγιοι της Διασποράς,
αυτοί τύφλωναν ολόκληρο το έθνος.

Ο μη έχων – αυτός – αποστολήν
είναι ένας συνάνθρωπος χρήσιμος.
Ο νομίζων (εαυτόν) ότι έχει –
απ’ αυτόν να φυλάγεστε…

Μια ακόμα σοφία στις υπάρχουσες
είναι ένα ακόμα απομυζητήριο του αίματος.
Η λίμη τους
θα  μας μεταβάλει σε αντικείμενα – (res).

Περισσότερο από τη βία το ψέμα
είναι εκείνο που σηκώνει σαν Άτλας τα συμφέροντα.
Γιατί ενώ στη βία του άλλου
μπορείς ίσως ν’ αντιτάξεις τη βία τη δική σου,
στο ψέμα μνέσκεις καταευχαριστημένος
και μάπας « εκατονταπενηντάχρονος».*


*= συμπανηγυριστής των εκατονταπενηντάχρονων του ‘21

1821A 
ΤΟ 1821 ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, Ανθολόγηση – Επίμετρο: Ηλίας Γκρης, Κέδρος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια :