Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Μια πρόσφατη ιστορία

Έγιναν τόσες γνωματεύσεις των γιατρών, έστειλε και η ομάδα πολλές διαμαρτυρίες και ήρθε επιτέλους η άδεια από την Αθήνα. Τότε μάζεψε κι εκείνος ό,τι είχε να πάρει και με το πρώτο καράβι έφυγε. Βγήκε το πρωΐ - πρωΐ στον Πειραιά και σε δυό - τρεις ώρες άφινε πίσω και τον Ισθμό. Το τραίνο πήγαινε κάτω από τα βουνά, άκρη - άκρη της θάλασσας. Εκείνο το τοπίο το αγαπούσε πολύ. Αλλά τώρα ούτε γύρισε να το δει, έχουν χορτάσει τα μάτια του - τόσα χρόνια - κι από το βουνό κι από τη θάλασσα. Άφησε που οι σκέψεις είναι πιασμένες με τα δικά τους θέματα.
Από την αλληλογραφία με τη μητέρα ξέρει πως ο γέρος έχει πεθάνει. Και σκέφτεται τώρα πώς θα βρει την οικογένεια δίχως τον πατέρα` τα αδέρφια που έχουν μεγαλώσει, η μητέρα που χήρεψε, η Ήρα που παντρεύτηκε. Για το γάμο αυτό της μικρής αδερφής, που πήρε με έρωτα ένα φτωχαδάκι της γειτονιάς, του είχαν γράψει με πολλή δυσαρέσκεια εδώ και χρόνια. Αυτός έγραψε τότε και συγχάρηκε τη μικρούλα Ήρα. Κατόπιν συμβιβαστήκαν και οι γονείς, του στείλαν φωτογραφίες του γάμου και κάπου ένα - δύο χρόνια ύστερα, άλλη φωτογραφία με τον μπέμπη: το ανθρωπάκι ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι, ξεδιάντροπο, όπως όλα τα νεογέννητα. Τώρα πρέπει να είναι τέσσερω - πέντε χρονών. Ο αδελφός ο Τάκης πήρε τη θέση του πατέρα και στο μαγαζί και στην οικογένεια, ο άλλος διορίστηκε κάπου δάσκαλος και τους ξέχασε. Η μητέρα γερνά.
Τα μάθαινε όλα διαβάζοντας τα γράμματα της μητέρας. Όσο γινόταν, σα μέλος και αυτός της οικογένειας, προσπαθούσε να μετέχει από μακρυά στις χαρές και στις λύπες. Με το θάνατο του πατέρα έγραψε ένα γράμμα μεγάλο και συμβουλευτικό, απαντούσε με προθυμία στα γράμματα της Ήρας και του καλού της, έγραψε και του Τάκη αρκετές φορές. Και έκανε  χωριστή προσπάθεια να είναι με τη μητέρα τρυφερός και αισιόδοξος. Να της κρύβει τα βάσανά του και να την παρηγορεί στο τέλος κάθε γράμματος με μια γρήγορη συνάντηση. Η συνάντηση αυτή έπρεπε σίγουρα να είναι οριστική και ευτυχισμένη. Δηλαδή, όπως συνήθως, τα έγραφε και δεν τα πίστευε. Διάβαζε, έγραφε, μα έξω από το θάνατο του πατέρα και τους καϋμούς της μητέρας του όλα τα άλλα έρχονταν και τον βρίσκαν χωρίς πολλή συγκίνηση - γεγονότα βέβαια με ενδιαφέρον, αλλά όσο νάναι μακρυνά και ξένα λιγάκι.
Ποτέ δεν μπόρεσε λογουχάρη, να το κάνει δικό του το αίσθημα ότι η Ήρα μεγάλωσε, ερωτεύτηκε και έγινε γυναίκα και μητέρα. Η Ήρα εννοούσε να μένει αυτή που ήταν πριν είκοσι πέντε χρόνια: η μικρή αδελφούλα, ένα στρουμπουλό μωρουδάκι όπως, καλή ώρα, ο μπέμπης της. Είναι αλήθεια ότι από τον καιρό της πρώτης σύλληψής του ως τώρα είχε μεσολαβήσει ένα μικρό διάστημα που βρέθηκε πάλι ελέυθερος. Τότε ζούσε ακόμη ο πατέρας , η μητέρα ήταν πιο νέα και γερή, η Ήρα δεσποινιδούλα, και τα δυο αδέρφια έφηβοι. Αυτό ήταν αρκετά χρόνια πριν, τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, όταν δραπέτευσε από το νησί. Αλλά στο σπίτι έμεινε και τότε μετρημένο καιρό. Η δουλιά στις οργανώσεις τον κράτησε μακρυά. Κατόπιν τον συλλάβαν πάλι. Έτσι τα παιδιά έμειναν παιδιά όπως τα πρώτα - πρώτα χρόνια. Και η ΄Ηρα μωρό που όλοι το παιδεύαν με την αγάπη τους...
...Το τραίνο βγήκε κατά το απόγιομα στον κάμπο της Ηλείας, το φαρδύ και εύφορο κάμπο. Αυτός ήταν ο ίδιος όπως είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Ήρεμος, ειρηνικός, και ως τώρα τον τυλίγαν τα χρυσά χρώματα που έστελνε γέρνοντας στη θάλασσα, πίσω από το βουνό της Κεφαλωνιάς, ο ήλιος. Η γνώριμη θέα του κάμπου κάλεσε άλλες μνήμες και γύρισε να ιδεί το παλιό βενετσιάνικο κάστρο και, κατά το μέρος της ανατολής, τα βουνά που με την ίδια σειρά σήκωναν ψηλά τις κορφές τους. Εκεί ανάμεσα στα βουνά αυτά και δυτικά ως τη θάλασσα, είναι όλος ο κόσμος όπου πέρασε μια φορά τα δεκαοχτώ πρώτα, τα ήσυχα χρόνια της ζωής του. Τα χρόνια με τις θερμές ως τα σήμερα αναμνήσεις, από το σπίτι και από τα σχολεία...Από τους καλούς φίλους...Από έναν τυραννικόν έρωτα...Από τα τόσα τέλος όνειρα της εφηβείας.
Στο σταθμό δεν τον περίμενε κανείς. Και κανείς δεν τον γνώρισε, ούτε κι εκείνος είδε εκεί κανένα γνωστό. Ήταν λιγοστοί άνθρωποι, που πήγαιναν δώθε - κείθε πιασμένοι με τις δουλιές τους και κανείς δεν έδειξε πως ενδιαφέρεται γι' αυτόν. Το κτίριο του σταθμού ήταν όπως το ήξερε: στενόμακρο, με το καφενεδάκι στη μιαν άκρη και το γέρικο μαδημένον φοίνικα στην αυλή του. Μπροστά στην αποθήκη των αποσκευών ήταν έτοιμα για φόρτωμα κάμποσα άδεια βαρέλια του πετρελαίου. Οι σιδηροδρομικοί έτρεχαν  από τα βαγόνια στα γραφεία, χειρονομούσαν και φώναζαν, και μια παρέα γυμνασιόπαιδα κυνηγιόταν απάνω στις γραμμές κι έκρυβαν τα τσιγάρα τους στις χούφτες.
Όλα ήταν τόσο γνώριμα.
Άφησε τη βαλίτζα καταγής και κοιτούσε - κοιτούσε με μιαν ελπίδα ότι θα παρουσιαζόταν όπου νάναι κανένας γνωστός που τον περίμενε.
Αλλά κανείς δεν παρουσιάστηκε, αφού κανένα δεν είχε ειδοποιήσει ότι ερχόταν.
Τέλος τον ζύγωσε δειλά κάποιος μικρός και ρώτησε αν θέλει να του πάει τη βαλίτζα στο ξενοδοχείο. Του είπε όχι και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Το σπίτι ήταν εκεί. Ρούπι δεν είχε κάνει από τον τόπο του. Έστεκε πίσω από το μπακάλικο του Λουκόπουλου, μακρυναρίκι, βαμμένο με το απαίσιο εκείνο γαλάζιο - πράσινο χρώμα, με τη λευκή κορδέλα κάτω από τα κεραμίδια. Το λιακοτό μπροστά, το σκέπαζε πάλι η αιώνια περγουλιά. Όλα ήταν όπως τότε και όμως σα να μην ήταν τα ίδια. Κάτι είχε λείψει, κάτι νέο είχε παρουσιαστεί και όλα σίγουρα είχαν μικρύνει. Η σκάλα μαζεύτηκε, το ταβάνι κατέβηκε αρκετά χαμηλά και η πόρτα με τα παράθυρα το ίδιο.
Η μητέρα - αυτή πια μίκρυνε που μίκρυνε! - τον έφερε στη μικρή " καμαρούλα " και τον εγκατέστησε εκεί. Είχε κάνει όλες τις ετοιμασίες, γιατί δεν ήξερε βέβαια πως θα ερχόταν ο Αντρέας σήμερα, αλλά όλους τους τελευταίους μήνες με την επιδείνωση  της αρρώστειας είχαν όλοι κινητοποιηθεί και περισσότερο, καθώς είναι φυσικό, απ' όλους η μητέρα να τον φέρουν. Τον καρτερούσε λοιπόν από μέρα σε μέρα να φανεί.
Παιδί μου βασανισμένο! έλεγε και ξανάλεγε η καψερούλα η γρηά και πήγαινε και ερχόταν μέσα στο σπίτι ταραγμένη, σκυφτή - σκυφτή, κλαμένη και χαρούμενη - όλα μαζύ. Παιδί μου ταλαιπωρημένο - και σχεδόν τίποτ' άλλο, όσο που έστειλε και φώναξαν την Ήρα, τον άντρα της, τον Τάκη, τους άλλους συγγενείς.
Το άλλο πρωί καλέσαν το γιατρό.

Ο γιατρός λεγόταν Μπέης. Συνομήλικος, παλιός συμμαθητής ως το τέλος του γυμνασίου και επιστήθιος τα χρόνια εκείνα φίλος. Είχε πάρει κι ο γιατρός με τον τρόπο του μέρος στις κινητοποιήσεις για την απόλυση " λόγω ανηκέστου βλάβης ", γράφοντας γράμματα σε κάτι αθηναίους δικούς του. Ενεργούσε από φιλικούς μόνο λόγους. Τις ιδέες του Αντρέα δεν τις συμπαθούσε - κάθε άλλο. Τον ίδιον όμως τον Αντρέα, καθώς τον γνώριζε από παλιά, τον θεωρούσε ι δ ε ο λ ό γ ο  και άξιο καλύτερης τύχης, πολύ καλύτερης τύχης. Μα δεν είναι τώρα να γίνει λόγος τι πίστευε ο γνωστός αυτός γιατρός, ο κύριος Μπέης, που τελείωσε το γυμνάσιο μαζύ με τον Αντρέα, αλλά είχε την πρόνοια και τράβηξε ίσα το δρόμο της αρετής, έγινε γιατρός, παντρεύτηκε και καλά και δικαίωσε το όνομά του. Όπως και νάχει το πράγμα είναι προς τιμή του γιατρού ότι πήρε ευσυνείδητα τον άρρωστο φίλο απάνω του και βάλθηκε να τον κάνει καλά. (απόσπασμα)


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Μια πρόσφατη ιστορία, Διηγήματα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις,  1962

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 19 Μαΐου του 2008. 


3 σχόλια :

Γιώργος Μύαρης είπε...

Μορφή ξεχωριστή και σεμνή ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, με έργο αξεπέραστο. Λογοτεχνικό, δοκιμιακό, επιστημονικό.
ΓΚΜ

sofia είπε...

Γιώργο Μύαρη ,πες μου ότι είσαι ο συμφοιτητής μου στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων, από την Κέρκυρα;

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είναι πολυαγαπημένος όχι μόνο για το έργο του, αλλά και για τον τρόπο που έζησε τη ζωή του. Υπήρξε αυτό που γράφεις: μορφή ξεχωριστή και σεμνή.
Χαίρομαι που συμφωνούμε.

Γιώργος Μύαρης είπε...

Όσα αναγράφεις είμαι, αγαπητή Σοφία ["Χ.";]. Αναμένω μήνυμα επικοινωνίας
georgemiaris@gmail.com