" Όταν ήμουν παιδί, με είχε φιλοξενήσει για τρεις μήνες στο σπίτι της στον Πειραιά, η αδερφή του πατέρα μου, η θεία μου η Πιπίτσα και ο άντρας της Νικηφόρος Βρεττάκος.
Τότε οι καιροί ήταν δύσκολοι για τους γονείς μου, κι εγώ μια ξεριζωμένη δωδεκάχρονη από τη Θεσσαλονίκη, που θα ακολουθούσε τη μοίρα των μεταναστών με βαπόρι φορτηγό για την άλλη άκρη του κόσμου. Τα ξαδέρφια μου, τα παιδιά τους δηλαδή, η Τζένη και ο Κώστας μού άνοιξαν την αγκαλιά τους.
«Θείε Νίκη» φώναζα τον ποιητή και του άρεσε. Με φώναζε Νανά. Μού χάριζε τον χρόνο του, μάντευε τις δυνατότητές μου, κι έλεγε ιστορίες. Με την ήρεμη προσωπικότητά του, το στοχαστικό του χαμόγελο, φύτεψε μέσα μου την πίστη στον άνθρωπο, στη φύση, στην αγάπη, όπως και στην έννοια του χρέους προς την κοινωνία. Τα λόγια του με βοήθησαν στη δύσκολη πορεία μου προς το άγνωστο. Ορίζοντες μεγάλους άνοιξαν στη ζωή μου τα ποιήματά του.
Τον θυμάμαι να κάθεται σταυροπόδι, στην καρέκλα της κουζίνας και να καπνίζει. Στα κουτιά των τσιγάρων έγραφε στίχους των ποιημάτων του, για να σώσει την έμπνευση της στιγμής· μεσήλικας τότε, με πρόωρες βαθιές ρυτίδες που σκοτίδιαζαν το φαρδύ του μέτωπο. Εκεί άκουσα πρώτη φορά για την Πλούμιτσα, τον ερημότοπο στον οποίο αποτραβιόταν μέχρι το τέλος της ζωής του για να γράψει.
«Τα παιδικά μου χρόνια» έλεγε, «οι μνήμες του τόπου μου, έβαλαν τις βάσεις του κόσμου που εκφράζω σήμερα: Την απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο. Το θαυμασμό μου για τη φύση. Η ποίηση είναι ένα είδος μαγείας, κατασκευασμένο με ό, τι λεπτότερο και ευγενέστερο κλείνει στο βάθος της η ανθρώπινη ψυχή». "
Αθηνά Μπίνιου , συγγραφέας παιδικών βιβλίων.
Μικρό απόσπασμα από κείμενο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Μικρός Αναγνώστης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου