Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Σπασμένα Φτερά


"Το αφήγημα ή μάλλον η αρχή του αφηγήματος , που ακολουθεί, αποτελείται από τα δύο πρώτα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος που σχεδίασε να γράψει ο Δημήτρης Χατζής λίγο μετά το τέλος του πολέμου.Δημοσιεύτηκε με την υποσημείωση :  "τα δύο πρώτα κεφάλαια από ανέκδοτο μυθιστόρημα", στη δεκαπενθήμερη λογοτεχνική και καλλιτεχνική επιθεώρηση Ελεύθερα Γράμματα , αρ.46, Δευτέρα 1 Ιουλίου 1946, που διευθυνόταν τότε από τον Δημήτρη Φωτιάδη. Έκτοτε, από όσο γνωρίζω, το κείμενο παρέμεινε άγνωστο στο νεότερο αναγνωστικό κοινό του Χατζή, αφού δεν θησαυρίστηκε σε καμία από τις εκδόσεις των έργων του.
Χρονολογικά ακολουθεί τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946)[...]. Ωστόσο τυπικά και ουσιαστικά ανήκουν τα " Σπασμένα Φτερά" στην ίδια με τη Φωτιά οικογένεια κειμένων του Χατζή, σ' αυτά που ο ίδιος αργότερα χαρακτήρισε ως αγωνιστικά κείμενα και που καλύπτουν θεματογραφικά τη δεκαετία 1940-1950." 

( Αλέξης Ζήρας , Η αρχή ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, Μια ανακοίνωση. Περιοδικό Διαβάζω , αριθμ. 180, 9.12. 87, Αφιέρωμα στο Δημήτρη Χατζή)


ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ του Δημήτρη Χατζή


Α΄
   Άσε που δεν είχε κανένα να του μιλήσει, μα και να βρισκότανε τότες να τον ρωτούσαν πώς έγιναν τα πράματα, μήτ΄αυτός δε θάξερε να το πει.  Κι' απόμεινε δω σε τούτον τον ερημότοπο, να κάθεται μέρα και νύχτα και ν' αγναντεύει όλο κι όλο τρεις σπιθαμές από θάλασσα, στο στενώτερο μέρος του καναλιού, - βουρκωμένη κι΄ασάλευτη. Κι' αγνάντια τα βουνά της Εύβοιας πράσινα και μαβιά - μουντά, χωριάτικα πράματα και να μαραζώνει η καρδιά του.
   Δεν τα πρόφτασε τα καράβια να φύγει μαζί με τους άλλους την ώρα που μπαίναν οι Γερμανοί. Και σίγουρος νάτανε πως θα τον πνίγαν ή θα τον πιάναν στο δρόμο - πάλι θε νάφευγε. Όμως εκείνο το βράδυ, σαν να τον έβαλε ο Σατανάς πήγε και μεθοκόπησε κι' ας μην ήτανε και φίλος πολύ στο κρασί. Άλλοι τον πήρανε στο λαιμό τους, όπως του γινότανε πάντα. Ζαλισμένος ακόμα, την άλλη μέρα που ξύπνησε, κοίταξε από δω κι' από κει, αλαφιάστηκε κι' έτρεξε ολούθες - όσο να κάνει έτσι κι' αλλοιώς πιάστηκε στο λιμάνι.
    Γύρισε τότες λίγον καιρό στον Περαία, χαζεύοντας μπροστά στα καΐκια π' αργοσάλευαν στα βρώμια νερά τα κατάρτια τους - δεμένα. Ήξερε που φεύγαν ακόμα. Όμως κάθε μέρα τα στόματα κλείνονταν περισσότερο. Δίχως άνθρωπο δικό σου να πει σίγουρα πράματα πως δεν ήσουν προδότης  κανένας δεν τρελλάθηκε ν' ανοίξει κουβέντα στα φόρα για τέτοιες δουλειές στο λιμάνι. Κι' ο Αλέξης δεν είχε κανένα. Φαγωθήκανε και τα λίγα λεφτά του - τον έσφιξε η πείνα. Ν' ανεβεί στο χωριό και να ιδεί και τη μάνα του - μπορεί να τον βοήθαγε τίποτα - έμπλεξε κατόπι με τη σκλαβιά και την πείνα. Δρόμοι κλεισμένοι, τα καΐκια επιταγμένα - κάπως έτσι έγιναν τα πράματα και βρέθηκε ρέστος σε τούτη την τρισκατάρατη ξέρα. Με τους χωριάτες, τα γουρούνια και τα σκουλήκια, με κάτι ψαρόβαρκες και σάπια καΐκια στο λιμανάκι. Σαν ένα φυλακωμένο πουλί. Με τα φτερά του σπασμένα.
- Ρε Αλέξη, ρε, και δεν έρχεσαι με μας;
    Θέλανε να τον πάρουνε μαζί τους την πρώτη φορά που περάσαν από κει μ' ένα αντάρτικο καΐκι. Όλον αυτόν τον καιρό που σάπιζε και μαράζωνε το καρτερούσε το μήνυμα - δίχως να ξέρει από πού κι' από ποιον, και το βύζαινε μέρα και νύχτα μέσα στην ψυχή του καθώς διψασμένο σκυλί που δροσίζεται με την ίδια τη γλώσσα του.
    Το καΐκι τους ήταν ένα παλιό καραβόσκαρο - γερό πράμα φαινόταν ωστόσο. Τούχανε βάλει πίσω μια μηχανή κι ένα κανονάκι μπροστά. Και σημαία ελληνική σε άρμπουρο άμα ρίξαν την άγκουρα. Ο Αλέξης κοίταζε τη γοργόνα σκαλισμένη στο μακρύ του μπαστούνι.
- Και θα πάτε μακριά;
- Ρε, τι μακριά; Καιρός για ταξίδια; Πόλεμο θα κάνουμε, πατριώτη. Το κανάλι να σφαλίσουμε, δέσαμε την Εύβοια και τη Ρούμελη.
   Έσκυψε το κεφάλι του και συλλογιζότανε. Ο άλλος ήθελε ακόμα να του μιλήσει για τους Ιταλούς, για τον πόλεμο και  τα τέτοια.
- Όλο δω μέσα;
- Ναι.
- Να μένει.
   Τον άφησαν. Κάτι είπανε, κάτι κάνανε με τους χωριάτες μαζωχτήκαν όλοι μαζί και τ' απόγεμα φύγανε να κουβαλήσουν αντάρτες. Ο Αλέξης είδε το καΐκι που ξεμάκραινε μέσα στο κανάλι κ' η καρδιά του πνιγότανε - ένα κάτι καινούργιο σα θυμός για τους άλλους, για όλους και καϋμός και παράπονο - βούρκωμα για τη δική του τη μοίρα. Και τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Κάθε που κλείνα τα μάτια του, η γοργόνα του καραβιού ξαναρχόταν, γυμνή και χόρευε μέσα στα μάτια του που πονούσαν.

***
  Το καΐκι δεν άργησε να ξανάρθει. Το μέρος τούς ήτανε βολικό, οι χωριάτες δικοί τους, λίγο - λίγο κατάντησε να μη λείπουν ποτές στο λιμανάκι φασαρίες και κουβαλήματα. Οι μπενζίνες με το κανονάκι και την ελληνική σημαία ξεθαρρέψανε με τον καιρό και μπαινόβγαιναν μέρα και νύχτα.
   Όσο που τους πήραν οι Ιταλοί μυρουδιά. Ήρθανε τότες τρεις τορπιλλάκατες και λάμπανε τα σιδερικά τους και τα μπρούτζα στον ήλιο. Σταθήκαν αρόδο, γυρίσανε τα κανόνια τους  κι' άρχισαν να  βαρούν το χωριό όσο που το κάνανε λίμπα. Ύστερα βγάλανε κάμποσους με τις βάρκες - οι χωριάτες είχαν φύγει μακριά, βρήκανε μόνο τους σκοτωμένους, γυρίσαν και φύγανε.
    Γυρίσανε κι' οι χωριάτες, θάψανε τους σκοτωμένους, συμμάζωξαν τα ρημάδια και τρυπώσανε μέσα. Και περίμεναν πάλι νάρθουνε οι μπενζίνες με την ελληνική σημαία και το κανονάκι. Ο Αλέξης τους μισούσε, που μονάχα αυτός δεν είχε τίποτα να περιμένει. Ανάμεσα στα γκρεμισμένα ήτανε και το δικό του καλύβι. Κι' ανάμεσα στους σκοτωμένους η μάνα του. Όσο που ζούσε δεν ήξερε αν την αγάπαγε. Και τώρα που τούλειψε πάλι δεν τη λυπότανε. Μόνο που ένοιωθε ακόμα πιο ξένος και μοναχός ανάμεσα σ' όλους και σ' όλα. Ξεδρομισμένος. Να σκάβει τη γης και να ονειρεύεται δίχως ελπίδα τη θάλασσα, που ξάνοιγε πίσω και πέρα απ' αυτά τα βουνά και που δεν μπορούσε να τη φτάσει με τις ψαρόβαρκες που ρουπώνανε στα βαλτωμένα νερά.
   Νάφευγε από στεριάς; Αν δεν τον έπιαναν οι ιταλοί παρακάτου, θα ψοφούσε της πείνας στην πρώτη πολιτεία που θάφτανε δίχως μια πεντάρα στην τζέπη, δίχως τέχνη στεριανή να την ξέρει και δίχως κανέναν πουθενά ν' ακουμπήσει. Να τραβούσε κατά τα βουνά δεν ήθελε τα μπλεξίματα με τους αντάρτες κι ουδέ στα καράβια τους ήθελε νάμπει. Τού ξανάπανε κι άλλη μια φορά να τον πάρουν μαζί τους μα και πάλι δεν πήγε - όσο κι αν το λαχταρούσε να ξέφευγε. Καλλίτερα να ψοφούσε με τον δικό του καϋμό στην καρδιά, παρά που να λέγανε πως η ανάγκη τον έσφιξε και το δέχτηκε.
   Όμως κάτι σα να μισοείπε κι' αυτός, σα να το κατάλαβαν κι από μοναχοί τους οι άλλοι - ούδε κι' ο καϋμός του δεν απόμεινε κρυφός και δικός του. Ένας με τον άλλον, όλοι τους σα να το μάθανε, κάθε μέρα τον αρωτούσανε στο χωριό. Άλλος με το φαρμακωμένο το γέλιο, άλλος  τάχα καλόκαρδα - κάμποσοι γελώντας στα μούτρα του:
- Ακόμα, Αλέξη;...Ακόμα...
  Έτσι σα να τον απόδιωχναν και να τον κυνηγούσαν, τα παράτησε όλα, και σηκώθηκε κι' έφυγε μ' ένα κομμάτι ψωμί στον τορβά. Τα γουρούνια κι οι χωριάτες κοιμούνταν. Τα σκουλήκια μονάχα αναδεύαν τη νοτισμένη γης. Φεγγάρι γιομάτο και το φως έπαιζε μέσα στα φύλλα των δέντρων το κορμί της γοργόνας του. Η μυρουδιά της θάλασσας τον ανάσταινε. Ένας σκύλος αλύχτησε σε μια μάντρα. Ένας άλλος στη διπλανή, κι' άλλος παραπέρα, κι' άλλος κατόπι - όλα μαζί τα σκυλιά τον ξεπροβόδισαν ώσπου χάθηκε πίσω μακριά το καταραμένο χωριό...

Β΄

- Να μού την έδινες, Μπαρμπαλιά και να σούδινα και το χωράφι μου κι όλα να στ' άφηνα. Και τον καρπό της χρονιάς το φετεινό μου...
  Πολύ δυσκολεύτηκε και το στριφογύρισε ο Αλέξης στο νου του όσο να φτάσει να του το πει. Γύρω σ' αυτή τη βάρκα του Μπαρμπαλιά, δενόταν το στερνό κλωνί της ελπίδας του. Κάθε νύχτα σφιχτότερα και τη μέρα να βασανίζεται με τον φόβο μη του τ' αρνιότανε και με τα πικρόλογα και τα γέλια των αλλουνών. Ούτε Γερμανοί τον πείραξαν πουθενά, ούτε αντάρτες τον εμποδίσανε - τίποτα, κανένας. Έφτασε στη Λαμία, ψόφησε της πείνας, βασανίστηκε, πάσκισε να κατεβεί παρακάτου, θέλησε καλλίτερα να πεθάνει. Κ' ένα πρωί τον είδανε πίσω να ξανάρχεται στο  χωριό - προσκυνημένο κεφάλι. Για να ξαναρχίσει να σκαλίζει με το τσαπί τις θαλασσινές γοργόνες του στο χωράφι.
   Αν τού την έδινε ο Μπαρμπαλιάς, θα το πάσκιζε κι' άλλη μια φορά να ξεφύγει, Νάμπαινε μόνο στη θάλασσα, νάφτανε  σ' ένα λιμάνι και δε θα χανόταν κατόπι - κάτι θάβρισκε, κάτι θάκανε. Πίσω μια φορά δε θα γύριζε.
   Ήταν η στερνή που περίσσεψε στο λιμανάκι τους. Οι Γερμανοί είχαν έρθει από στεριάς, ύστερα από το φευγιό του και  δε βρήκανε κανένα στο χωριό κι' ούε τίποτα να χαλάσουν. Βγάλανε τότες από το νερό τα καΐκια και τις ωαρόβαρκες και τους δώσαν φωτιά και τα κάψανε κι' όλα τα σύνεργα της ψαρικής και πανιά και κουπιά τους, δεν τους αφήσανε τίποτα. Κι' αυτήνε μονάχα τη βρήκανε βουλιαγμένη και την πήραν  για σάπια και βαρέθηκαν να τη βγάλουν.
    Ο Μπαρμπαλιάς τον κοίταξε μια φορά με τα ήμερα μάτια του και τα κατέβασε πάλι κατά το συνήθειό του. Ο Αλέξης τόξερε και τόβλεπε πως οι δουλειές του στη θάλασσα μ' αυτή τη βάρκα περισσσεύανε τώρα. Κάτι να δώσει, κάτι να φέρει απ' ανίκρα, κάποιον να περάσει κατάντησε όλη μέρα νάναι στη θάλασσα - δεν ήταν εύκολο πράμα που του ζητούσε να του τη δώσει. Άσε που τον ήθελαν κ' οι αντάρτες για τα δικά τους - κουβαλήματα και περάσματα. Οι μπανζίνες με το κανονάκι και την ελληνική σημαία τόχαν ασφαλίσει για καλά στο κανάλι.
- Να στη δώσω;
- Μόνο που τυραννιέσαι με δάυτη και διάφορο κανένα δεν έχεις δικό του...
   Πάλι σήκωσε τα μάτια του και χαμογέλασε αυτή τη φορά. Δεν έλεγε ψέμματα ο Αλέξης, για το διάφορο. Τσακιζόταν όλη μέρα στο κουπί κ' είχε κι' από πάνου την γκρίνια της Όλγας. Όσο που τον έβλεπε αυτή να νταραβερίιζεται μ' όλον τον κόσμο και μόνο το δικό του λογαριασμό να μη κοιτάζει, τον έτρωγε μέρα και νύχτα. Είχε και τον άλλο τον δικό της τον προκομμένο στ' αντάρτικα να την έχει παρατημένη δυο χρόνια κι όλο σκύλιαζε με τον πατέρα της. Και το πλειότερο που δεν της αποκρίνονταν τίποτα σα να μη τη λογάριαζε. Όλα της τάφησε να τα κουμαντάρει όπως ήθελε και ζωντανά και χωράφια , να κλέβει στο ζύγι, ν' αρπάζει  απ' ολούθες και να τσακώνεται μ' όλο τον κόσμο. Και να μη χορταίνει ποτές της και ποτές της να μην ησυχάζει - και να τρέχουν τα δάκρυά της για την κακή της μοίρα μ' έναν άντρα χαμένο κι έναν άπονο πατέρα. Πού θα την άφηναν στο δρόμο, δίχως μήτε το σπίτι να μπορέσει να ξαναφκιάσει, άμα θα ψοφούσαν κ' οι δυο τους, ο ένας με τ' αντάρτικα κι' ο άλλος με τα κουπιά του...
- Όχι, γυιέ μου, δεν είναι το διάφορο. Μ' ένα  χωράφι μπορείς να πάρεις και τρεις βάρκες...Όμως...
   Κάτι σα να ψήλωσε το μέτωπό του και να στηλώθηκε το κορμί του, είχε μια τέλεια σιγουριά και γαλήνη. Ο πόλεμος, οι ιταλοί, οι γερμανοί που τους κάψαν τις βάρκες, οι αντάρτες που ανοίξαν τον πόλεμο, παίζανε στα γεράματά του το χαρούμενο παιγνίδι να τον κάνουν αφέντη του καναλιού - ο Μπαρμπαλιάς με  τη βάρκα, ένας και μοναχός του - όχι δεν είναι για το διάφορο, γυιέ μου...Αν είχα την άλλη θα στην έδινα να πας στο καλό σου. Όμως μια είναι κι΄όλο το χωριό τη χρειάζεται. Και τ' αντάρτικα θα δυσκολευτούν να τους λείψει...

" Αν και σπάραγμα από ένα κείμενο του Δημήτρη Χατζή που κατά μία εκδοχή είχε φτάσει σε κάποιο βαθμό ολοκλήρωσης, αλλά χάθηκε στις διαρκείς μετακινήσεις του συγγραφέα, ενώ κατά μία άλλη παρέμεινε ημιτελές και δεν κίνησε έκτοτε το ενδιαφέρον του, τα " Σπασμένα Φτερά" περιέχουν όλα τα στοιχεία, ουσίας και μορφής, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε εξαρχής στο λογοτεχνικό έργο του. Τα δύο αυτά " πρώτα  κεφάλαια "  μάς εισάγουν σ' ένα μυθιστόρημα που ασφαλώς ο διδακτικός του τόνος και η πολιτική του θέση ορίζονται ανάμεσα στις γενεσιουργές αιτίες. Είναι και δε νομίζω ότι αυθαιρετούμε πολύ - ένα αφήγημα χαραγμένο στη γραμμή των μεγάλων Ρώσων διηγηματογράφων και μυθιστοριογράφων, που μαζί με τον Μ.Γκόρκι σχημάτισαν το πεζογραφικό είδος του κοινωνικού ρεαλισμού, ένα είδος που σ' αυτή, τη ρωσική εκδοχή του, είχε μεγάλη απήχηση και επίδραση στους πολιτικά ενταγμένους Έλληνες συγγραφείς που διαμορφώθηκαν ουσιαστικά πριν από τον τελευταίο πόλεμο" ( ένα μικρό απόσπασμα από το σχόλιο του Αλέξη Ζήρα στα " Σπασμένα Φτερά" )



2 σχόλια :

Roadartist είπε...

Πολύ ωραία ανάρτηση! Ποιο βιβλίο του Δ.Χατζή είναι το αγαπημένο σου; :)

sofia είπε...

Ευχαριστώ.
Το τέλος της μικρής μας πόλης.
Εσένα;