Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Γιάννης Ψυχάρης, ο πνευματικός λυτρωτής της Ρωμιοσύνης*

   
  Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννημένος στην Οδησσό το 1854 ( 15 Μαΐου) από Χιώτες γονιούς και αναθρεμένος στην Πόλη μεσ' στο αρχοντικό και μορφωμένο πατρικό σπίτι έφυγε νέος στη Γαλλία για να σπουδάσει. Έφερνε μαζί του τη λαχτάρα προς την επιστήμη, το χνούδι της ποίησης, που θα γινότανε φτερά, και την βαθιά του αγάπη προς την Πατρίδα.
      Στη Γαλλία επιδόθηκε στη σπουδή της γλωσσολογίας, μιας επιστήμης, που μόλις είχε σπαργανωθεί πριν 50 χρόνια κι ενώ έσκυβε πάνω απ' τ' αρχαία και μεσαιωνικά μας κείμενα ένιωσε ξάφνου ν' αστράφτει μέσα του το φως, που λέγει ο Σολωμός: " Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του".
      Η ποιητική του ψυχή τον έσπρωχνε ασυναίσθητα στη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, όπως το Βηλαρά, το Σολωμό, το Βερναρδάκη, μα τώρα ερχότανε ο νους να του δείξει την αλήθεια και να στηρίξει πάνω σε επιστημονική βάση την ψυχόρμητη αγάπη του.
      Μελέτησε τη γλώσσα βαθύτερα σε όλη της την εξέλιξη, απ' τ' αρχαιότατα χρόνια ως σήμερα, είδε τ' ατέλειωτα καμπυλώματα του μεγάλου αυτού ποταμού, που όσο κι αν στριφογυρίζει και κατεβαίνει και όσο κι αν  παίρνει από διάφορες πηγές, πάντα έχει το ίδιο καθαρό νερό και κατόρθωσε να βρει και να ταιριάσει τους κρίκους της αλυσίδας, που ένωναν την ομιλία του τελευταίου Έλληνα με τον Όμηρο.
       Μα δε στάθηκε αυτού. Δεν τον ικανοποιούσε η χαρά, που του έφερεν η αποκάλυψη αυτή και ούτε θεωρούσε τέλος της αποστολής του την ανακοίνωση προς τους άλλους. Θα μπορούσε βέβαια να πει τις ιδέες του, να συζητήσει το πολύ, και φιλικά ν' αποτραβηχτεί πάλι στο σπίτι και στα βιβλία του. Έτσι έκαναν οι άλλοι πριν απ' αυτόν.
       Αν ζούσε στην Ελλάδα θα σταματούσε στ' όνειρο της γλώσσας του λαού και θάμενεν ευχαριστημένος, όπως ευχαριστιότανε με τ΄ όνειρο όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες. Μα ο Ψυχάρης ζούσε στην Ευρώπη, όπου τ' όνειρο θεωρείται ανοησία και χάσιμο καιρού, αν δεν πλεχτεί στο στημόνι της πραγματικότητας, για ν' αποτελέσει εκείνο που λέγεται ζωή. Είδεν ο Ψυχάρης πως κάθε εκδήλωση του κόσμου, που ανάμεσά του ζούσε, πνευματική, πολιτική, πλουτοπαραγωγική ακόμα, είχε βάση τη ζωή του κόσμου αυτού και ήταν βαθιά συνταιριασμένη με τη ψυχή του.

      Γνώστης, εκτός απ' τη γαλλική, και της γερμανικής και ιταλικής, παρατήρησε προ πάντων πως η λογοτεχνία ολόκληρη της Ευρώπης εξωτερίκευε ακριβώς την ψυχή των διαφόρων εθνών, τις ιδέες που κυκλοφορούσαν, τον τρόπο της σκέψης, τον κύκλο των αισθημάτων, την ανθρωπιά ή τη βαρβαρότητα της ζωής των, μ' ένα λόγο τον πολιτισμό τους και προσαρμοσμένη έτσι και σφιχτά δεμένη με το περιβάλλον, που αντιπροσώπευε, ήταν γραμμένη πέρα - πέρα στη γλώσσα τη ζωντανή των λαών αυτών. Είχε στο νου του και την ελληνική λογοτεχνία απ' την ίδρυση του κράτους ως τότε. Όλοι οι λογοτέχνες, που έγραφαν στην καθαρεύουσα, απ' τους Σούτσηδες ως τους Ραγκαβήδες, ήταν κακοί μιμηταί των ξένων, αν δεν ήταν φιλότιμοι αντιγραφείς των.  Σταλιά πραγματικής εθνικής ψυχής, όσο κι αν έλεγαν πως έγραφαν για το έθνος.
       Οι ιδέες και τα αισθήματα ακόμα ήταν τόσο ταιριαστά με την ψυχή του λαού, όσο ήταν ταιριαστή και η γλώσσα τους. Κι αποφάσισε όχι μονάχα να μιλήσει, μα και να δράσει για την πατρίδα. Η ποίησή του είχε δώσει τα φτερά της στην επιστήμη, μα εκείνος έζεβε καινούριο Πήγασο στο άρμα της πατρίδας.
     Ο σκοπός του ήταν να συστηματοποιήσει και να καλλιεργήσει την γλώσσα του λαού, δείχνοντας όλη την ομορφιά και τη δύναμή της και να βροντοφωνήσει την πεποίθησή του, πως η γλώσσα αυτή είναι ο φακός με τον οποίο το έθνος θα μπορούσε να δει την ψυχή του και να την προβάλει στον έξω κόσμο ζωηρά, παραστατικά και ανάγλυφα. Έτσι θάνιωθε τον εαυτό του, απαραίτητη βάση για κάθε πρόοδο. Να η ξεχωριστή θέση του Ψυχάρη ανάμεσα στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και της πνευματικής κίνησης του ελληνισμού. Δεν είναι μονάχα ο αρνητής και ο χαλαστής, είναι ο οδηγητής και ο δημιουργός.
     Είναι ο συνδυαστής του ονείρου και της εφαρμογής. Καμμιά ιδέα δε μπορεί να φέρει το καλό, που επιδιώκει, όσο κρατιέται μέσ' στο φράχτη της θεωρίας. Μονάχα σαν πηδήσει απ' εκεί και αψηφώντας κάθε μπόδιο μεταβληθεί σε κίνηση, ενέργεια, πράξη, τότες αλλάζει το ρυθμό της ζωής και γίνεται κι αυτή μέρος της ζωής.
     Αφού διατύπωσε τις γνώμες του ο Ψυχάρης σε μια μελέτη, γραμένη γαλλικά το 1886, που λίγοι την πρόσεξαν , σφεντόνισε ξάφνου απ' το Παρίσι στην Αθήνα το περίφημο "Ταξίδι" του στο 1888. Αν και λίγα τ'  αντίτυπά του, η αναδημοσίεψη του απ΄την εφημερίδα " Ακρόπολις" το έβαλε κάτω απ' τα μάτια όλων , όσοι διάβαζαν.
    Τι ήτανε; Ένα βιβλίο με πεζό λόγο - όχι με ποιήματα - πέρα ως πέρα στη δημοτική. Αυτό προσέχτηκε μονάχα στην αρχή.

     Ποίηση οπωσδήποτε ή ονοησία; Ρωτήθηκαν όλοι. Οι σοφοί πάνω απ' τις πανεπιστημιακές των έδρες μισόκλεισαν τα μάτια, κούνησαν το κεφάλι, και χαμογέλασαν με το συγκαταβατικό χαμόγελο των μεγάλων προς τις αταξίες των μικρών, με το ίδιο χαμόγελο, που δεχόταν τους στίχους του εθνικού ύμνου ή του Βαλαωρίτη, σαν αταξίες  κι αυτές απαραίτητες για την ποικιλία της ζωής. Οι άλλοι, που δεν ήταν σοφοί άνοιγαν τα μάτια τους και προσπαθούσαν να καταλάβουν. Πεζά στη δημοτική; Τι συμβαίνει; Μα οι λογοτέχνες, οι δημιουργοί αλλάλαζαν. Να, αυτό ήταν το κάτι που ονειρευόταν, μάντευαν, προσδοκούσαν.
    Το " Ταξίδι" άρχιζε: " Όποιος με διαβάσει θα καταλάβει με τι σκοπό έγραψα 
το " Ταξίδι μου". Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. " Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική του γλώσσα ένας είναι ο αγώνας. Πάντα " αμύνεσθαι περί πάτρης"

Απόσπασμα από την επιμνημόσυνη ομιλία του Κώστα Κοντού στο Φιλοτεχνικό Όμιλο Μυτιλήνης με θέμα Ο Ψυχάρης και το έργο του. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον Ταχυδρόμο της Μυτιλήνης τεύχος 16 στις 20 Ιανουαρίου 1930. Βρίσκεται αναδημοσιευμένη στη Δίμηνη Επιθεώρηση της Λεσβιακής Τέχνης  Αιολικά Γράμματα τεύχος 53 του Σεπτέμβρη - Οκτώβρη 1979.
* Αφιέρωμα στον Ψυχάρη , στον πνευματικό λυτρωτή της Ρωμιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :