Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ο Παλαμάς του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

[...] Έπειτα από τους παλιότερους ποιητές που μας μάθαιναν στο σχολείο, στον Παλαμά περνούσαμε όπως από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Μ' εξαίρεση τον Σολωμό, τους παλιούς ποιητές τούς αντιλαμβανόμαστε σαν τραγουδιστές, τα ποιήματά τους ήταν τραγούδια και απαγγελίες. Ο Παλαμάς είχε ωραιότατα τραγούδια, αλλά σαν τραγουδιστής είχε και κακοφωνίες. Ακριβώς μέσα από αυτές άρχισα να τον καταλαβαίνω σαν ένα άλλο κεφάλαιο, τότε που τον διάβαζα εντατικά, στις παραμονές και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σιγά σιγά θα καταλάβαινα ότι ο Παλαμάς πήρε την ποίηση από το τραγούδι και την οδήγησε στο Λόγο και στη Σκέψη. Σε κάποια στιγμή πρέπει να έκανα αυτή τη διάκριση, που την υπόβαλλαν οι ίδιοι οι στίχοι του. Και επίσης τη διάκριση της Σκέψης από την Ιδέα, έννοιες που τις εύρισκες σε κάθε του στίχο και ήταν κάτι σαν εργαλεία για να τακτοποιούνται τότε κι οι δικές μου απορίες. Όλο το βάρος έπεφτε στη Σκέψη που αναζητά ( ενώ η Ιδέα είναι κάτι που βρέθηκε) και ακριβώς επειδή βρίσκεται σε εντατική προσπάθεια, μπορεί να μην είναι καθόλου ρυθμική, μουσική - ή έστω να μην ακολουθεί ρυθμούς καθιερωμένους , τόνους γνωστούς. Εκείνο που έμενε από τον Παλαμά, από τα ποιήματά του, ήταν η Σκέψη, μια καινούργια κίνηση του μυαλού, αδιανόητη με τους άλλους.
Όπως και τόσοι άλλοι θαυμαστές του, ήξερα κι εγώ αρκετά ποιήματά του. Δεν ήταν καθόλου μικρή η βοήθεια που κατά καιρούς μου έδωσε η απομνημόνευση , ώστε να μπορέσω στο μακροχρόνιο διάστημα της απουσίας από την Ελλάδα να διατηρήσω όσο μπόρεσα ζωντανό το γλωσσικό μου αίσθημα. Επίσης και η σκέψη του, όσα σχολεία και να περνούσες μετά, σχολεία του βιβλίου και της ζωής, σαν να σε ακολουθούσε κατά πόδας, βαθύτατη και οξύτατη. Πολλά είναι και τα θαυμαστικά στα ποιήματά του, αλλά πολύ περισσότερα τα ερωτηματικά, όχι τόσο ρητορικά όσο φαίνονται ( πολλά θαυμαστικά του δεν είναι κι αυτά παρά απορίες και αμφιβολίες). Και βέβαια ένας ποιητής σαν αυτόν κάπου θα έπρεπε να έχει κι ένα ποίημα αφιερωμένο ακριβώς στη Σκέψη - με τ' όνομά της.
Σ' αυτό το ποίημα ( " Σκέψη", από τους Στίχους σε γνωστό ήχο) όλα τα θέτει υπό ερωτηματικό, αρχίζοντας από την ίδια την Τέχνη:

Απόλα τα θεόμορφα των αγαλμάτων φέγγη
κι απόλους τους χρυσούς ρυθμούς που πλάθει ο ποιητής
ποιος ξέρει αν πιο ξεχωριστά και πιο μακριά δε φέγγη
μια καλή πράξη αγνώριστη, μπάλσαμο μιας πληγής.

Χρειάζεται να το πω ότι για μένα και - πιστεύω - για πολλούς στον τόπο μας κάτι τέτοιοι στίχοι του Παλαμά ήταν που προπαγάνδισαν πολύ πριν από τον οργανωμένο μαρξισμό τις ριζοσπαστικές ιδέες μιας βαθιάς αλλαγής στη ζωή μας και μας πήγαν, όταν εσήμανε κι αυτή η στιγμή, κατευθείαν στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και στην πόρτα του Κομμουνιστικού κόμματος;
Ναι, αυτός ήταν ο δικός μας κορυφαίος Αγκιτάτορας. Τα ερωτήματά του, όσο κι αν φαίνονταν ρητορικά κι αόριστα διατυπωμένα , άγγιζαν εκείνα ακριβώς τα προβλήματα και τις απορίες που ήταν μες στα μυαλά μας και ήταν επίσης τα ίδια που έφερνε από παντού, όπως ο άνεμος τη γύρη, η κοινωνικά ανήσυχη φιλοσοφία και πιο μπροστά απ' όλα η επαναστατική θεωρία.
Ερωτήματα συναρπαστικά, όταν έχει κανείς μια τέτοια προδιάθεση - και ποιος δεν την έχει, όταν είναι νέος κι όταν τόσο δυναμικά τη φέρνει με τα όλα του ο ίδιος ο χρόνος.
Ακόμα πιο σπουδαίο στον Παλαμά για μας ήταν πως με την ιδιοσυγκρασία του στοχαστικού και παρορμητικού του λόγου παρέπεμπε ακριβώς σ' αυτά τα κέντρα, απ' όπου και ο ίδιος αρυόταν τους ερεθισμούς του:

Ω, μέγα τραβοπάλαιμα! Ποια δύναμη, ποιος ξέρει
μετράει τ' ακαταμέτρητα και πλάθει τα τρανά;
Η σκέψη του ξεχωριστού η αταίριαστη; ποιος ξέρει!
του πλήθους η θαμπή ψυχή που αλόγιστα ξεσπά;

Αυτά - με τέτοια αγγίγματα, με τόσο συναρπαστικά για μας τότε θαυμαστικά κι ερωτηματικά - κανένας ποιητής ως τότε, απ' όσους ήξερα εγώ, δεν μας τα είχε πει. Μα και σήμερα με τον Παλαμά όποιος δεν θέλει δεν πλήττει. Μπορείς να ταξιδεύεις μαζί του σ' όλες τις εποχές, το ύφος, έστω και σκαλωμένο σ' εκείνη την τόσο ακατάστατη γλωσσικά στιγμή, δεν αποτελεί εμπόδιο, ίσως μάλιστα είναι - κι όσο περνά ο καιρός θα γίνεται όλο και περισσότερο - ένα ιδιόμορφο ισχυρό κίνητρο, ιδιόμορφο μεράκι, για όσους θέλουν ν' αναζητούν την ουσία κάτω από ό,τι παρεμποδίζει την εύκολη επικοινωνία μαζί της, σε πολλά την αδικεί, αλλά και την ερεθίζει. Όταν ο άνθρωπος φτάνει να το νιώσει και να το κατανοήσει αυτό παίρνει άλλες γεύσεις από τις αναζητήσεις του και τα ευρήματά του, προχωρεί πιο πέρα από τις καινούργιες συμβατικότητες που τον τυλίγουν καθορισμένες από την εποχή του, απελευθερώνεται, γίνεται σε κάτι κι ο ίδιος διαχρονικότερος, δημιουργικότερος. Γίνεται κι αυτός σε κάτι ποιητής. Είναι ένα προχώρημα μέσα από έγκυρες δυναμικές επιστροφές.
Με αυτό το ποίημά του, παραμελημένο για χρόνια στις αποταμιεύσεις μου, είχα μια ξαφνική συνάντηση, όταν δούλευα το μυθιστόρημά μου για τον Μάξιμο τον Γραικό στη Μόσχα. Σε κάποια στιγμή, καθώς παρακολουθούσα την ιστορία αυτού του ανθρώπου, αναδύθηκαν οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι και μ' έναν άλλο τρόπο φώτισαν όλο εκείνο το υλικό, δίνοντάς μου ένα πολύ συγκεκριμένο ερέθισμα για την κεντρική ιδέα της ιστορίας μου. Ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος δουλεύτηκε μ' αυτή την ιδέα και η πρόθεσή μου ήταν να χρησιμοποιήσω το τετράστιχο του Παλαμά ύστερα από τον τίτλο σαν μια επιγραφή, αλλά το ίδιο το υλικό ξεπέρασε αυτά τα όρια και μόνο τον τελευταίο ενάμιση στίχο κράτησα για να τον χρησιμοποιήσω σ΄ένα κεφάλαιο, όπου ήταν η θέση του.
Όλο το τετράστιχο είναι το εξής:

Άγγελε, μ' ένα γίγαντα μάχεσαι πάντα, ω Σκέψη,
κι απλώνει να σε πνίξει σε τα χέρια τα εκατό.
Κρίνο ή ρομφαία θα κρατάς; κι ο κόσμος θα' χη ρέψει
και το δικό σας πάλεμα δε θα' χη τελειωμό.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

The Guardian. Έχω τρεις ρόλους στην τάξη: δάσκαλος, γονέας και κοινωνικός λειτουργός

Η εξομολόγηση που ακολουθεί είναι ενός Άγγλου εκπαιδευτικού που με τα επιχειρήματά του αναδεικνύει τις αδυναμίες ενός συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού που δε λαμβάνει υπόψη του πόσο πολύ επηρεάζουν οι κοινωνικές συνθήκες τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, αλλά και πώς διαμορφώνουν νέους ρόλους στον εκπαιδευτικό, οι οποίοι παραγνωρίζονται από αυτό το σύστημα αξιολόγησης. Μπορούμε να πούμε ότι η εξομολόγηση θα μπορούσε να είναι και ενός Έλληνα εκπαιδευτικού, που τόσο πολύ έχει κατακριθεί ως  υπεύθυνος για τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
 Μετάφραση : Παντέρας Νίκος  

Ένα παιδί μπήκε στην τάξη μου γεμάτο δάκρυα. Η μητέρα του μόλις είχε χάσει πριν  τη γέννα το μωρό της. Τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει ένα παιδί εννέα ετών για μια τέτοια   απώλεια. Ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος που έγινε αντιληπτός σε όλους τους μαθητές της τάξης. Έβαλα το χέρι μου γύρω του, για να κρύψω τα δάκρυά του και προσπάθησα να βρω κάποιες λέξεις που το παρηγορούσαν. Ένιωσα ότι θα έπρεπε να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να συμπεριφερθώ  ως γονέας, γνωρίζοντας ότι δε μπορώ να βοηθήσω, αλλά κάτι όμως έπρεπε να κάνω.
Ένα άλλο κορίτσι της τάξης μου, πέρασε ένα καλοκαίρι πολύ τραυματικό για  πιο σοβαρούς λόγους. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος των διακοπών του, αλλά και αρκετά χρόνια πριν, με σεξουαλική κακοποίηση από ένα μέλος της οικογένειάς του. Παλιά είχα μοιραστεί τις ανησυχίες μου με τους συναδέλφους, γιατί είχα την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά  με αυτό το κορίτσι.  Τρομοκρατήθηκα και θύμωσα όταν πλέον συνειδητοποίησα τι είχε περάσει αυτό το κοριτσάκι.
Οι δύο περιπτώσεις παραπάνω είναι ευτυχώς σπάνιες, και ίσως ήταν απλά μια δυστυχής σύμπτωση ότι έτυχαν σε εμένα.
Άλλες περιπτώσεις είναι πιο σύνηθες φαινόμενο όμως.
Η μαμά και ο μπαμπάς ενός άλλου παιδιού ήταν χωρισμένοι, όμως ζούσαν μαζί για οικονομικούς λόγους . Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν τεταμένη , και το κορίτσι δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο είναι το σωστό και ποιος έχει δίκιο. Πάλι και σε αυτή τη περίπτωση λειτούργησα ως γονέας και το αγκάλιασα.
Από την άλλη, τα αναλυτικά προγράμματα, βέβαια είναι σπουδαία, και μας υποδεικνύουν πώς πρέπει να διδάξουμε τα μαθήματα. Όμως για να αντιμετωπίσουμε απρόβλεπτες καταστάσεις , όπως η συναισθηματική βοήθεια που πολλές φορές πρέπει να δώσουμε, δε μας λένε τίποτα και δεν υπάρχει καμία απολύτως βοήθεια.
Έχω τρεις ρόλους στην τάξη μου : δάσκαλος , γονέας και κοινωνικός λειτουργός . Μερικές φορές , η πραγματική διδασκαλία  δεν είναι το σημαντικότερο από όλα τα υπόλοιπα, είναι το λιγότερο. Τα εκπαιδευτικά πρότυπα επιβάλλουν στους εκπαιδευτικούς ότι πρέπει τηρούν κατά γράμμα όλα αυτά που προβλέπουν. Πολλοί εκπαιδευτικοί ζουν με το φόβο ότι δεν έχουν πιάσει αυτά τα πρότυπα. Αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο στη μάθηση δεν είναι ό, τι συμβαίνει μέσα στην τάξη , αλλά τι συμβαίνει έξω από αυτό . Οι εκπαιδευτικοί σε όλη τη χώρα έχουν να αντιμετωπίσουν το συναισθηματικό φορτίο που φέρνουν τα παιδιά στο σχολείο.
Είμαστε ένα «καλό» σχολείο , αλλά όχι όμως  εξαιρετικό, γιατί κάποιοι μαθητές δεν έχουν σημειώσει  την αναμενόμενη πρόοδο .Η επιτροπή αξιολόγησης των εκπαιδευτικών Ofsted δεν ενδιαφέρεται για το κρύβεται πίσω από την έλλειψη προόδου ενός μαθητή. Η επιτροπή αξιολόγησης βλέπει μόνο ότι αυτά τα παιδιά φέρνουν το σχολείο πίσω,  χωρίς δηλαδή να εξετάζουν τους κοινωνικούς όρους, και με αυτό τον τρόπο στιγματίζεται και το όνομα του εκπαιδευτικού.
Το εγχειρίδιο διδασκαλίας είναι επιτέλους καιρός να απαγκιστρωθεί από την πολυπλοκότητα της σύγχρονης διδασκαλίας . Τα παιδιά περνούν έξι ώρες στην τάξη μου κάθε μέρα , 30 ώρες την εβδομάδα . Ξοδεύουν περισσότερα χρόνο μαζί μου κατά τη διάρκεια της εβδομάδας παρά με τους γονείς τους.  Ξέρω τα πάντα γι΄αυτά. Μερικές φορές , νομίζω ότι τα ξέρω καλύτερα από την ίδια τους την οικογένειά. Δεν κρύβεται τίποτα από το περιβάλλον της τάξης . Τα οικογενειακά προβλήματα, τα ζητήματα και τα μυστικά τα μοιράζονται  μαζί μου . Τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίζονται από εκπαιδευτικούς με έναν ανθρώπινο τρόπο, με συναισθηματική υποστήριξη και όχι από εκπαιδευτικούς που φοβούνται μήπως  παραβούν τα stantarts, και έτσι δε μπορούν να προσφέρουν καμία συναισθηματική υποστήριξη.  Ναι , η επαγγελματική μου προτεραιότητα είναι ότι κάθε παιδί στην τάξη μου πρέπει να πετύχει τους στόχους του. Αλλά όμως αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο διδάσκω. Διδάσκω γιατί θέλω να κάνω τη διαφορά στη ζωή των παιδιών , όχι μόνο στον τομέα της εκπαίδευσης τους . Δεν έχω όλες τις απαντήσεις στα προβλήματά τους , αλλά είμαι πάντα με τους μαθητές μου και έτοιμος να τα παρατήσω όλα και να  τους ακούσω.
Πηγή: fresheducation.gr
Αρχική πηγή: theguardian.com
Αναδημοσίευση από το Δίκτυο κριτικής στην εκπαίδευση

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Οι ανταρτοεπονίτισσες ή εφεδροελασίτισσες ή εφεδρίνες ή επονίτισσες ή οι γυναίκες


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Στις 23 Φλεβάρη του 1943 ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ. Υπήρξε η μεγαλύτερη οργάνωση της νεολαίας καθώς μετρούσε στις γραμμές της 600.000 μέλη. Η δράση της ΕΠΟΝ ήταν στενά δεμένη με εκείνη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Πολύ μεγάλη υπήρξε η συμβολή της σε όλα τα επίπεδα και τα μέτωπα του αντιστασιακού αγώνα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δράση των νέων κοριτσιών και των γυναικών.
Πτυχές και στιγμιότυπα αυτής της δράσης σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας παρουσιάζονται στο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, απ΄ όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί:

«Οι γυναίκες στα χωριά και στις πόλεις που ανθίζει ο ανταρτοπόλεμος πρέπει να ρίξουν όλες τις δυνάμεις τους σ’ αυτό το μέτωπο. Ν’ αποτελέσουν οργανωμένα τμήματα μέσα στις τοπικές οργανώσεις του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του Θεσσαλικού Ιερού Λόχου. Να γίνουν ενεργά μέλη σε κάθε τομέα. Να οργανώσουν μαχητικά τμήματα από τις νέες γυναίκες που θέλουν και μπορούν ν’ αρπάξουν τ’ όπλο στο χέρι. Ο ρόλος τους είνε σημαντικός σε μια παλλαϊκή εξέγερση. Γιατί θα ξεσηκώσουν παραλήρημα ενθουσιασμού, αγγίζοντας τον Έλληνα στην πιο ευαίσθητη χορδή του, το φιλότιμο. «Το Σημερινό μας καθήκον», Γυναικεία Δράση, 1-5-43

Εκτός από τις αντάρτισσες – όλων των κατηγοριών – υπάρχουν και άλλες γυναίκες, που δουλεύουν σε μάχιμες υπηρεσίες του ΕΛΑΣ. Τα όρια των αρμοδιοτήτων τους δεν είναι σαφώς καθορισμένα και οι δραστηριότητές τους είναι πολύπλευρες και πολυποίκιλες. Αναφέρονται ως ανταρτοεπονίτισσες, εφεδροελασίτισσες, εφεδρίνες, επονίτισσες ή απλώς γυναίκες.
Ανταρτοεπονίτισσα μπορεί να χαρακτηριστεί μια κοπέλα που βγήκε στο Βουνό κυνηγημένη από τους κατακτητές, έμεινε κάποιο διάστημα στον ΕΛΑΣ και στη συνέχεια «τη διέθεσαν» στην ΕΠΟΝ για το «γυναικείο κίνημα». Μια «καπετάνισσα» μπορεί να μετέχει σε μαχητικές εκδηλώσεις ή σαμποτάζ – όποτε παραστεί ανάγκη – και τον υπόλοιπο καιρό να δουλεύει στην πολιτική οργάνωση. Στη «μάχη της σοδειάς» οι επονίτισσες θέριζαν έχοντας στην πλάτη τους το όπλο. Υπήρχαν γυναίκες που εκτός από τη συμμετοχή τους στις μάχες κρατούσαν το τηλέφωνο, τύπωναν στον πολύγραφο, μετέφεραν μηνύματα για τον ΕΛΑΣ μέσα στην βροχή σε επικίνδυνα μέρη, συνελάμβαναν υπόπτους… Στο Κλειδί «δύο επονίτισσες 17 χρονών είχαν πιάσει δύο ανθυπασπιστές και τέσσερις χωροφύλακες, με όπλα που ήταν από τους Ιταλούς, πιο ψηλά απ’ αυτές». Σε ένα χωριό των Τρικάλων «Οι γυναίκες του φρουραρχείου συνέλαβαν ένα φασίστα Ιταλό και δυο γυναίκες Ραλλικές».
Η φρούρηση του χωριού αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες «γυναικείες» δουλειές. Στα χωριά Φάρος και Βράχος οι επονίτισσες του εφ. ΕΛΑΣ «έγιναν πια τα φόβητρα της αντίδρασης, βγαίνοντας περίπολα τη νύχτα με άγρυπνο μάτι παρακολουθούν κάθε ύποπτη κίνηση. Η ψυχραιμία, το θάρρος και η πίστη στον αγώνα ας γίνη παράδειγμα στις Επονίτισσες και στους Επονίτες της περιοχής μας». Στη Θεσσαλία «βγαίνουν σε προχωρημένα φυλάκια για να προστατεύσουν τα χωριά απ’ τις επιδρομές των Ούνων και των ΕΑΣΑΔ». Τις ευθύνες της φρούρησης ή της υπηρεσίας συνδέσμων τις αναλαμβάνουν μερικές φορές αντικαθιστώντας τους εφέδρους, όταν οι τελευταίοι έχουν επιστρατευτεί ή αναγκαστεί να «συμπτυχθούν».
Και στην Πελοπόννησο, η μάχιμη παρουσία των γυναικών είναι έντονη. Στη Σολύγεια της Κορινθίας δύο επονίτισσες, η Δημητρούλα Μπάρτζη και η Μπίλιω Τόγια, σ’ όλη τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων παρακολουθούσαν τα γερμανικά τμήματα κι έδιναν αναφορά για τις κινήσεις τους στους αντάρτες. Η Δημητρούλα, μετέφερε στην πλάτη της απ’ το Σοφικό στ’ Αθήκια βαδίζοντας όλη τη νύχτα έναν τραυματισμένο αντάρτη. Η Ελένη Σουλάνδρου από τη Σκοτεινή Αργολίδος στη μάχη της Στυμφαλίας άρπαξε από τους Γερμανούς έναν ασύρματο και μετέφερε τραυματίες. Σε ένα χωριό της Λακωνίας μια επονίτισσα ήρθε στα χέρια με έναν «αντιδραστικό σύνδεσμο» και τον συνέλαβε ύστερα από φοβερή πάλη». Στη μάχη του Καίσαρη επονίτισσες κράτησαν με το οπλοπολυβόλο πολλές ώρες πάνω από 350 Γερμανούς. Το Σεπτέμβρη του 1944 δημοσιεύεται στη Φωνή της Αλληλεγγύης της Ηλείας ανακοίνωση του ΙΙΙ/12 Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «Αι συναγωνίστριαι Μαρία Ταβλά και Σοφία Δασκαλοπούλου […] είναι άξιαι παντός επαίνου και τιμής» διότι με «απαράμιλλον αυτοθυσίαν και ηρωισμόν οδήγησαν τα ημέτερα τμήματα εις τας εχθρικάς θέσεις».
Στη Θεσσαλία πολλές επονίτισσες ανήκουν στη δύναμη του εφεδρικού ΕΛΑΣ ή εκτελούν υπηρεσίες γι’ αυτόν. Η ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, στον απολογισμό της, την άνοιξη του 1944, επισημαίνει ότι «στη δουλειά του εφ. ΕΛΑΣ και της επιμελητείας δουλεύει το σύνολο των Επονίτικων δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις εκτελούν χρέη συνδέσμων και κοπέλες». Για τη στρατιωτική τους προετοιμασία λειτουργούν και έμπεδα.
Εφεδροελασίτισσες δεν υπάρχουν μόνο στο Βουνό, αλλά και στις κατεχόμενες πόλεις. Στο Βόλο είχαν συσταθεί γυναικεία τάγματα εφ. ΕΛΑΣ. Αντάρτισσες υπάρχουν και στην Αθήνα. Μιλάνε γι’ αυτές ακόμα και οι μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις. Στο Βύρωνα, την Καλλιθέα και το Περιστέρι «έχουν θεαθεί μικρά κοριτσόπουλα, που χειρίζονται με μοναδική επιδεξιότητα και ψυχραιμία τα πολυβόλα και όλα τα αυτόματα όπλα». Τα ανδραγαθήματά τους δημοσιεύονται ακόμη και στη Συναγωνίστρια που εκδίδεται στη Δ. Μακεδονία. Λέγεται ότι η Διαμάντω Κουμπάκη είπε στον «τσολιά» που τη συνέλαβε στο μπλόκο της Κοκκινιάς (17 Αυγούστου 1944) ότι «σαν και σένα προδότες έφαγα 65».
Οι ευθύνες που επωμίζεται ο εφεδρικός ΕΛΑΣ δεν είναι σε όλες τις περιοχές ίδιες. Στη Ρούμελη η παρουσία του ήταν μάλλον υποτονική. Αντίθετα στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία θεωρείται ως η απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του τακτικού ΕΛΑΣ «ούτε καν μπορούμε να εννοήσουμε τον ενεργό ΕΛΑΣ, χωρίς την παράλληλη δύναμη του εφ. ΕΛΑΣ». Στο Τσουρνάτ του Αλμυρού λειτούργησε και σχολή δεκανέων για εφεδροελασίτισσες. Εκεί εκπαιδεύονταν και αφού περνούσαν τις εξετάσεις τοποθετούνταν σε διάφορες θέσεις. Φορούσαν μπότες και φούστες (ζιπ κιλότ) χακί. Η συμπεριφορά τους έπρεπε να είναι άψογη. Περιόδευαν τα χωριά, έκαναν ομιλίες, εκδηλώσεις και εκπαίδευαν και άλλες κοπέλες στα όπλα. Μια απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ είχε οριστεί υπεύθυνη τάγματος του Εφ. ΕΛΑΣ. Στη Μακεδονία, στη Συνδιάσκεψη της ΙΧης Εφεδρικής Μεραρχίας συμμετείχαν πολλές επονίτισσες και «διαπιστώθηκαν πως εκατοντάδες είνε γραμμένες στο εφ. ΕΛΑΣ, έτοιμες στην πρώτη κλίση να πολεμήσουν στο πλευρό των Σταυραετών μας».
Οι κοπέλες αυτές παίρνουν μέρος στις μάχες όσο και όπως τους επιτρέπουν οι συνθήκες και οι σύντροφοί τους. «Οι επονίτισσες του εφ. ΕΛΑΣ στην Ελασσόνα πήραν μέρος σ’ όλες τις μάχες που έγιναν»· και γενικότερα οι «εφεδροελασίτισσες της ΕΠΟΝ σ’ όλη τη Θεσσαλία ζητάνε όπλα για να πάνε στην πρώτη γραμμή». Οι κοπέλες του εφ. ΕΛΑΣ Σερβίων κουβαλούσαν στην ποδιά τους σφαίρες και ψωμί για τους αντάρτες που πολεμούσαν ενάντια στους Ιταλούς. Η επονίτισσα Ελευθερία πολέμησε και διακρίθηκε στη μάχη του Φλάμπουρου. Το ίδιο βράδυ στο Νυμφαίο, όταν οι εχθροί αποπειράθηκαν να τους αιφνιδιάσουν, σκότωσε με το πιστόλι της έναν Ιταλό, που μπήκε στο σπίτι όπου έμενε και «κατόρθωσε να διαφύγει από τα χιτλεροφασιστικά κτήνη». Η Χρυσούλα Βότση σκοτώθηκε στον Παρακάλαμο σε μάχη που έδωσε η Υποδειγματική Διμοιρία της ΕΠΟΝ του 15ου Συντάγματος ενάντια στους Γερμανούς. Η καπετάνισσα του συντάγματος του εφ. ΕΛΑΣ Πηλίου, Αστραπή, στη μάχη της Κερασιάς έκρυψε αποκομμένους από τις μονάδες τους αντάρτες, κατασκόπευε τις κινήσεις του εχθρού, έκρυψε και κουβάλησε ζαλίγκα τα πολεμοφόδια, έκανε το σύνδεσμο ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες, «γλύστραγε» μέσα από τους εχθρούς και πήγαινε νερό και ψωμί στους μαχητές κουβάλησε στην πλάτη νεκρούς και τραυματίες, ετοίμασε το συσσίτιο στους πολεμιστές και κράτησε και το όπλο «πλάι πλάι με τους ήρωες του 54ου».
Οι εφεδρίνες συμμετέχουν και σε σαμποτάζ. «Στις 8-9-44 τμήματα της Δ/σης Νοτίου Ολύμπου με επικεφαλής το συν. Βρατσάνο, ολόκληρο το τμήμα Εθ. Π Ραψάνης, 149 εφ/ελασίτες, 28 εφ/ελασίτισσες, 52 επονίτες και επονίτισσες, αετόπουλα και πλήθος πατριώτες με αξίνες, τσεκούρια κ.λ.π έκαναν σαμποτάζ στη γραμμή Αθήνας – Σαλονίκης σε μήκος 7χιλ. μεταξύ Παπαπούλι Πυργετού». Κατέστρεψαν την τηλεφωνική και σιδηροδρομική γραμμή, ενώ οι Γερμανοί τους χτυπούσαν από απέναντι. «Οι εφεδροελασίτισσες αναδείχτηκαν στην επιχείρηση αυτή σωστές ηρωίδες». Από τους δύο τραυματίες της επιχείρησης η μία ήταν εφεδροελασίτισσα.
Στην Πελοπόνησσο έξι κοπέλες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση των «κλουβιτών» στο σταθμό του Ψαθόπυργου στις 22-6-44. Η «κλούβα» με τους αγωνιστές προστάτευε πολεμικό υλικό των Γερμανών. Καπετάνισσα ήταν η Ηρώ από το χωριό Καμάρες, που έδωσε το σύνθημα χτυπώντας παλαμάκια. Πήραν μέρος και εθελοντές από το 2ο Τάγμα Αιγιαλείας του 12ου Συντάγματος. Οι Γερμανοί συνέλαβαν δύο κοπέλες και τις έκλεισαν στην κλούβα, αλλά οι αντάρτες κατόρθωσαν να τις απελευθερώσουν. Στα τέλη του Ιούλη έξω από την Ακράτα 130 γυναίκες του εφ. ΕΛΑΣ της Α. Αιγιαλείας μαζί με τμήμα του ΕΛΑΣ έκαναν σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή και εμπόδισαν έκτακτη αμαξοστοιχία με τέσσερις δεξαμενές να φτάσει στον προορισμό της.
Οι εφεδρίνες έχουν και τη θέση τους στις απελευθερωτικές γιορτές. Στο Νεστόρι, στις 4 του Μάρτη που γιόρταζε την απελευθέρωσή του «στη δοξολογία ήρθαν συντεταγμένοι ο 3ος λόχος του 1/28 Συντάγματος, ο εφ. ΕΛΑΣ ανδρών, ο εφ. ΕΛΑΣ γυναικών, κι όλες οι άλλες οργανώσεις». Στην Καρδίτσα, στο γιορτασμό για τα τρίχρονα του ΕΑΜ:
«Λυγερές κοπέλες κρατάνε περήφανα το όπλο της εφεδροελασίτισσας. Σηκώνουν ψηλά το ντουφέκι και δίνουν τη διαβεβαίωση της αιώνιας πίστης στα ιδανικά του τίμιου αγώνα μας. Τα μάτια βουρκώνουν, οι ψυχές δονούνται. Μια γρηούλα σκουπίζει συνέχεια τα δάκρυά της καρφωμένη εκεί στα κράσπεδα της πλατείας… ‘Ας πεθάνω τώρα παιδάκι μου! Δεν ζούσαμε παρά για τούτη τη μέρα’ […] Μια εφεδροελασίτισσα του Βάλτου ανεμίζει ένα μάουζερ και βροντοφωνάζει: ‘Δεν τα κρατούμε για ομορφιά και για λούσο! Μ’ αυτά θα χτυπήσουμε…αντρίκια τους Γερμανούς και τους προδότες’. Και κανένας δεν διανοήθηκε να τη διαψεύσει».(σελ.322-326)

Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2013

Ο χαρταετός


Πάμε στο βουνό
πάμε εμείς τα δυο
ξέρω να πετώ
το χαρταετό
Κοίτα πώς γελά
μες τα χρώματά του
λάμπει και πετά
το παλιόπαιδο
Έλα να με δεις
πάνω στον αϊτό
φύσηξε να δεις
πώς θα σε κρατώ
Λίγο πιο ψηλά
πάνω στην καρδιά του
ψεύτικα χαρτιά
ο παλιόκοσμος
Ο χαρταετός
σαν τρελό πουλί
χάνεται μακριά
στην ανατολή
Χάθηκες κι εσύ
αχ Θεέ τι κρίμα
μόνος μου εγώ
πάνω στο βουνό

Κράτα αγκαλιά
το χαρταετό
μια και σ' αγαπά
τον ευχαριστώ
κοίταξα κι εγώ
το κομμένο νήμα
μαύρο δειλινό
πάνω στο βουνό

Στίχοι :Άκος Δασκαλόπουλος
Μουσική: Μιχάλης Τερζής
Τραγούδι: Δημήτρης Ζυγάς
 Aπό το δίσκο  «Του έρωτα τ' αντάρτη»(1974)

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Βενετσάνικο

 Στον παλιό της Βενετιάς δρομάκο,
σ΄ένα μαγαζί
μια ζωή περάσαμε μαζί
σε μιαν ώρα μέσα.

Φτερό είχα στο καπέλο μου και δράκο
στα στήθια ασημοκέντητο, κι εσύ
κοντέσσα
του Ζορντάνο Μαντρεπήλια
τα μαντήλια
χρώμα θαλασσί.

Ω τα κρουστά πώς ανασήκωνες μετάξια
απάνω από το πόδι το γραμμένο
μ' εκείνα σου τα χέρια που ήταν άξια
ν' αλείψουν μύρα τον εσταυρωμένο!

Μιλτιάδης Μαλακάσης


Από την προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, Νεφέλη 1990


Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Γιάννενα

Έξω απ' το κάστρο και μέσα σ' αυτό έτρεμε πάλι των μικρών ανθρώπων το φυλλοκάρδι, αυτοί μαρτυρούσαν κ' οι αθώες ψυχούλες χανόνταν αμέτρητες. Και τ' αγιασμένο το χέρι του χρονογράφου που τα' βλεπε, έγραφε τότε τρεμάμενο, " δάκρυσι δε ταύτα γέγραφα, ου μέλανι " - δεν τα' γραφα με μελάνι, με τα δάκρυά μου τα' γραψα τούτα που γράφω...
Και γράφω τώρα κ' εγώ τα δικά  μου - συνέχεια στο παλιό κουβάρι των χρονικών, εκείνο τ' άναρχο και δίχως τέλος βιβλίο τους.
 ***
...Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του - ύστερα πήγανε κι άλλοι. Πίσω  του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ' ουρλιαχτά μηχανών.
***
 Με σίγουρο χέρι ο Σαμπεθάι Καμπιλής ξερίζωσε τ' άγριο φύτρο. Δεν ήταν και δύσκολο. Ο Γιοσέφ διώχτηκε σε λίγο απ' το σκολειό της " Αλλιάνς Φρανσαίζ". Οι πόρτες του κλείστηκαν όλες, στην αρχή οι οβρέικες, ύστερα κι όλες οι άλλες. Κάτι λίγα μαθήματα που τ' απόμειναν κοπήκαν και κείνα - τα παιδιά αρρωστήσανε ξαφνικά ή τα οικονομικά των γονέων έτυχε πάνω στην ώρα και στένεψαν, δε μπορούσανε πια να πληρώσουν. Ζώστηκε ολούθες από τη φτώχεια, κυνηγήθηκε με κείνον τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούμε - διώχτηκε. Και λίγο πιο ύστερα πέθανε, πολύ νέος ακόμα, κάπου μακριά εκεί στη Μακεδονία. Η μικρή Ιερουσαλήμ για μια ακόμα φορά απέκτεινε τον προφήτη της.
***
Όταν  ύστερα γινήκαν οι μεγάλες φασαρίες στην Ελλάδα, το έκτακτο στρατοδικείο σ' αυτή την πόλη καταδίκασε τρεις φορές σε θάνατο τον πρώτο καθηγητή που' χε σπουδάσει με το κληροδότημα του Ραλλίδη κ' είχε πάρει τη θέση του στο γυμνάσιο. Η κατηγορία είταν πως μαζί με άλλους επιβουλεύτηκε την τάξη, την τιμή και την αρετή αυτής της πόλης. Ο νέος δάσκαλος σηκώθηκε κ' είπε πως ήθελε να' ναι δάσκαλος κι άντρας μαζί, όπως οριζόταν στη διαθήκη και γι' αυτό, στ' αλήθεια την επιβουλεύτηκε μια τέτοια τάξη, μια τέτοια τιμή και μια  τέτοια αρετή.
 ***
Γι' αυτήν όλα τέλειωσαν πολύ - πολύ γρήγορα - τα μαρτύρια, οι ανακρίσεις, η δίκη. Είχε, λέει, ένα χαμόγελο στα χείλια όλον αυτόν τον καιρό, ένα φως μέσα στα μάτια και τα' κανε μεγαλύτερα ακόμα - ομορφότερα ακόμα. Είταν όμορφα τα μάτια - σου, Μαργαρίτα!...
Την τελευταία στιγμή, μπροστά στο απόσπασμα, γύρισε τα μάτια κατά την πόλη που τη σκέπαζε ακόμα η καταχνιά. Ένας κόσμος από τρελούς, υστερικούς, εκφυλισμένους και ληστές γκρεμιζόταν, μαζί με τα σαράβαλα σπίτια τους - όλη η πολιτεία της παρακμής που τη γέννησε. Το πικρό χαμόγελο της οικογένειας ανέβηκε στα χείλια της κ' έκανε με το χέρι της εκείνη την αόριστη χειρονομία που είπε ο παπάς σα ν' απόδιωχνε την εικόνα:
- Καληνύχτα ντε!...
- Φώυερ!...                              
***
Πίσω από τις μεγάλες κορφές της Πίνδου ανεβαίνει ο ήλιος. Ξημέρωσε σε λίγο. Ο Νικόλας κ' η Αγγελικούλα, ο καινούργιος κόσμος! Σε σας γυρίζει η τελευταία σκέψη όσο κρατάει ακόμα μέσα στ' ανοιγμένο κρανίο ο τελευταίος σπασμός της ζωής!
-- Φκιάξτε τον, έναν καλύτερο κόσμο!...
                                                                                             Δημήτρης Χατζής 

 Αποσπάσματα από "Το τέλος της Μικρής μας Πόλης" όπως δημοσιεύτηκαν στην εισαγωγή του αφιερώματος του περιοδικού Αντί (Παρασκευή 5 Ιουνίου 1981, τεύχος 179) με τίτλο Γιάννενα - Αφιέρωμα.
 




Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη


 Γράφει η ofisofi //atexnos

" Εγώ είμαι εκείνο το πουλί
που στη φωτιά σιμώνω
καίγουμαι, στάχτη γίνουμαι
και πάλι ξανανιώνω"

Μια γυναίκα, η Λίζα, η βασική ηρωίδα, καταφεύγει στο Παρίσι κυνηγημένη από το ελληνικό κράτος της εποχής του εμφυλίου. Μαζί της κουβαλάει μνήμες, εικόνες, έναν ολόκληρο κόσμο, την πατρίδα, πρόσωπα αγαπημένα.
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι στέκεται μπροστά στη στάση του λεωφορείου Ζαν – Πιερ Τεμπώ. Στο πεζοδρόμιο. Μπροστά της απλώνεται μια άγνωστη χώρα, η Γαλλία, μια άγνωστη πόλη, το Παρίσι. Εδώ τώρα πια πρέπει να ξαναρχίσει τη ζωή της. Η μνήμη της πολιορκεί την καρδιά της.
Λιμάνι του Πειραιά. Μάρτης του 1947, όρθια στο παραπέτο του καραβιού που την οδηγεί στην εξορία. Τα ερείπια του λιμανιού είναι η εικόνα που κουβαλά μαζί της. Ο πόλεμος τα γκρέμισε όλα, τα ρήμαξε. Μαζί και τη θάλασσα, «Ό,τι πιο θλιβερό στον κόσμο μια ρημαγμένη θάλασσα».
Από μέσα της ανασύρεται η ιστορία ενός γέρου ψαρά, του μπάρμπα – Λουρέτζου που άκουσε κάποτε. Μια αληθινή ιστορία, σαν παραμύθι, που δένει με την εικόνα της ρημαγμένης θάλασσας, η οποία επαναλαμβάνεται.
Τίποτε δεν υπάρχει εκεί στον τόπο της, τίποτε δεν υπάρχει γύρω της. Μόνο το καράβι που μεταφέρει τη Λίζα ασάλευτη με την οδύνη του αποχωρισμού και ενός αποχαιρετισμού που δεν έγινε. Κυρίαρχο συναίσθημα ο φόβος.
Ο πόνος του ξεριζωμού, της εξορίας, του εκτοπισμού δυσκολεύει την ανάσα της. Πόνος μπροστά στο άγνωστο, στη νέα αρχή. «Ένα δόντι το ξεριζώνεις γρήγορα. Παίρνει αντίθετα καιρό να ξεριζώσεις ένα σώμα από τον τόπο του».
Το ταξίδι διαρκεί τέσσερα μερόνυχτα. Μόνη ανάμεσα σε ξένους με τον τρόμο και την ανασφάλεια να συνεχίζουν να την κυνηγούν. Το βλέμμα της καταγράφει ανθρώπους και αιχμαλωτίζει στιγμές.
«Eins, zwei, drei!» νιώθει πανικό στο άκουσμά τους, φρικτή ανάμνηση της γερμανικής κατοχής. Ένα καράβι – φάντασμα που παραπλέει και ένας παγωμένος αέρας που σαρώνει τα πάντα.
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι, στο πεζοδρόμιο, αμήχανη αποθαρρυμένη, έκπληκτη κοιτά τα μεγάλα σπίτια του νέου τόπου και η σκέψη της πετάει στον τόπο της. Ωραία αντίθεση ανάμεσα στην ακινησία του σώματος και στην κίνηση του νου που φέρνει μπροστά μας εικόνες από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων με τις φωνές των μανάδων της φτωχογειτονιάς να ακούγονται ζωντανά και την προοπτική του κόσμου να απλώνεται από τα μπαλκόνια των ψηλότερων σπιτιών και να πάλι πίσω στο Παρίσι με τα πανύψηλα σπίτια, τα χωρίς μπαλκόνια, κάνει συγκρίσεις «έχει κιόλας μέσα της ένα παρελθόν που αργά – αργά ξεμακραίνει και ένα νιογέννητο παρόν».
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι μάς ταξιδεύει στη ζωή της σαν μέσα σε όνειρο με έκφραση ποιητική. Τίποτε δεν είχαν κρυμμένο οι βαλίτσες, γιατί στη ζωή της κυριαρχούσαν οι αναμνήσεις και μέσα σε αυτές κουβαλούσε τα συναισθήματά της.Η Λίζα δεν γνώριζε κανέναν.
«Ο ήλιος δεν είχε αχτίδα στο μαρτιάτικο αυτό Παρίσι και μόνον η ομίχλη ακολουθούσε τη Λίζα στο δρόμο που είχε πάρει κουρασμένα. Εκείνη βάδιζε εμπρός κι η ομίχλη ήταν ολόγυρα. Καθόλου δε βιαζότανε. Γιατί; για ποιον; Μια κάμαρα μόνο την περίμενε υπομονετικά, έχουν μεγάλη υπομονή οι κάμαρες, και δεν θα το κουνούσε, θα την έβρισκε η Λίζα σα θα έφτανε. Ανάμεσα στη Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη».
Χρονιά 1947, λοιπόν, έριξε άγκυρα η Λίζα στο Παρίσι. Μέσα στο άδειο δωμάτιο ξεχύνονται όλα τα σπαραχτικά της συναισθήματα που συναντιούνται με την ησυχία, τη μυρωδιά των πραγμάτων και εκφράζονται με έναν εσωτερικό μονόλογο συγκλονιστικό. «Ήταν φευγάτη πια». Οι φίλοι της την προέτρεψαν να φύγει από τον τόπο της, την Ελλάδα, για να γλυτώσει τη σύλληψη, την εκτέλεση. Οι φωνές των συντρόφων της ζωντανών και νεκρών συνομιλούν μαζί της σε ευθύ λόγο.
Η ζωή της ξετυλίγεται μπροστά μας μέσα από τους έρωτές της, ο δάσκαλος, ο εργοστασιάρχης, κάποιος τρίτος, ο Γιάννης. Αναθυμάται με λεπτομέρειες αυτούς τους έρωτες και την πορεία της διαμόρφωσής της μέσα από αυτούς. Η γραφή τολμηρή, λυρική και ευαίσθητη. Χαρακτηριστική η σκηνή της κηδείας του δεύτερου έρωτά της.
«Το σώμα της Λίζας είναι εδώ, μα το μυαλό της ταξιδεύει». Μέσα στο δωμάτιο ένα «απέραντο κενό», μια εκκωφαντική μοναξιά. Το μόνο θυμητικό που κουβάλησε από τον τόπο της ήταν ο βήχας της, τίποτε άλλο «ούτε ένα κατσαρολάκι και μια κουτάλα δεν είχε φέρει».
Το Παρίσι το γνώριζε από ακούσματα και ιστορίες που της έλεγαν όταν ήταν μικρή, αλλά και από τη μουσική και τις συναυλίες των καλλιτεχνών στην Αθήνα. Τώρα βρίσκεται σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη και περιπλανιέται μόνη στους δρόμους της, περιτριγυρισμένη από αδιάφορους ανθρώπους.
Όλα και όλοι την εντυπωσιάζουν. Η προετοιμασία της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης, το φιλί του ζευγαριού στο δρόμο, το μαύρο χρώμα του άντρα, ο μεγάλος δρόμος, η κίνηση, η γιγάντια πολιτεία, τα εκατομμύρια άνθρωποι. Η μεγάλη έκπληξη της προέρχεται από την άγνοιά της και αυτό την οδηγεί πάλι πίσω στη χώρα της και στην αναπόφευκτη σύγκριση με το Παρίσι, τη Γαλλία. Και τότε σκέφτεται το Γιάννη. Ένιωθε το ρυθμό του, την παρουσία του και αυτό της προκαλούσε πόνο στην καρδιά. «Η Λίζα υπόφερε απ’ τον πόνο, όπως υποφέρει ένα πολυφορεμένο μάλλινο ρούχο: λιώνει, φτεναίνει, αλλά δεν τρυπάει, κι όταν τρυπήσει είναι κουρέλι πια».
Η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, η σημαία, ο Σηκουάνας και η Ακρόπολη. Συνειρμοί και σκέψεις για τον θάνατο από έρωτα αλλά και αποκάλυψη των κοινωνικών αδικιών, της ανισότητας, και της αθλιότητας πίσω από τη βιτρίνα του βράχου της Ακρόπολης. Φτώχεια και μόνο φτώχεια. Πολλοί έμεναν δίπλα αλλά δεν την ήξεραν, άλλοι ούτε την έβλεπαν μέσα από τις καλύβες που ζούσαν.
Περιδιαβαίνοντας το Παρίσι, διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων, κοιτώντας τους ανθρώπους, ακούγοντας τους ήχους της πόλης, το μυαλό της πηγαινοέρχεται στην Αθήνα, στα τρέχοντα ιστορικά γεγονότα, στον αγαπημένο της, σχολιάζει μονολογώντας, ειρωνεύεται. Συνταρακτικές οι αναλογίες με αφορμή κάτι συνηθισμένο και καθημερινό όπως τα πόδια των Παριζιάνων και τα πόδια των παιδιών στην Ελλάδα. Ό,τι βλέπει τα συνδυάζει με την γερμανική κατοχή, για να καταλήξει στη γερμανική κατοχή στην Αθήνα και στις τραγικές συνέπειες της.
Το Παρίσι όμως; Οι προβληματισμοί της αναπτύσσονται με αφορμή ένα αντικείμενο , για παράδειγμα ένα ζευγάρι γυαλιά. Η πείνα στην Κατοχή και τα φυλαγμένα ματωμένα ρούχα των εκτελεσμένων παιδιών. Η φίλη της η Μάρω, η νεκρή που μπαίνει από το παράθυρο μέσα στον ύπνο της και το όνειρο ξετυλίγεται σαν πραγματικότητα.
Και οι Γάλλοι; «Όλο και κάτι μαθαίνεις σε μια ξένη χώρα ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο μιλάς κι εκφράζεσαι…».
Γνωρίζει τον καθηγητή Οκτάβ Ντυσμέν και την ελληνίδα γυναίκα του Μαρί. Αλλά και τον Ζώρζ. Η αγάπη που ξαναέρχεται, η χαρά που της προκαλεί «ήταν τόσο χαρούμενη σαν το πουλάκι που σπάει το τσόφλι να βγει απ’ τ’ αυγό», η ευτυχία που νιώθει «ήταν τόσο ευτυχισμένη σαν το πουλάκι που σπάει το τσόφλι και τα λοιπά» η νέα σελίδα που ανοίγει στη ζωή της. Ο έρωτας υφέρπει και ανασύρεται μέσα από μια εσωτερική ανάγκη να εξισορροπήσει τις δύσκολες συνθήκες και να γεφυρώσει τα περασμένα με τα παρόντα. Όμως την συνάντηση με τον Ζωρζ σημαδεύει ένα γράμμα από την πατρίδα, μια είδηση που σπαράζει, που πονάει, που ραγίζει μια σχέση που δεν πρόλαβε να αρχίσει. Τρομερό το παιγνίδι των αντιθέσεων μέσα σε μια βαριά σαν μολύβι ατμόσφαιρα που αντανακλάται στην ψυχολογία των ηρώων. Ασήκωτο το βάρος των αναμνήσεων, όμως «το πιο θαυμαστό στη ζωή είναι ότι δε σταματάει να προχωράει: αναγεννιέται» .
Δυο χρόνια στο Παρίσι η Λίζα έμαθε πολλά πράγματα. «Στο νου και στην καρδιά της Λίζας είχαν γίνει ένα τώρα πια η χώρα όπου είχε ζήσει κι ο γενέθλιος τόπος της. Γιατί στο τέλος τι είναι μια χώρα; Εκεί όπου ανακαλύπτεις τη ζωή· κι η ζωή είναι παντού. Εκεί όπου βρίσκεις χέρια να σου βγάλουν τα παπούτσια όταν γυρίζεις κουρασμένος το βράδυ· και τέτοια χέρια έχει σ’ όλες τις χώρες. Και μετά, όλες οι χώρες έχουν ανθρώπους. Κι η Γαλλία είχε καταπώς φαίνεται μπόλικους ανθρώπους. Για μια νύχτα, στο όνειρό της, όταν είχε μόλις φτάσει, η Λίζα είχε υποσχεθεί στην πεθαμένη φίλη της να ανακαλύψει Γάλλους στη Γαλλία. Κι αυτή την υπόσχεση την είχε κρατήσει.»
Άλλωστε «Το Παρίσι ήταν το άσυλο των ξένων. Δεχόταν ανθρώπους από παντού, άλλους τους κράταγαν για πάντα, τους κάναν Παριζιάνους με μιαν ελαφριά νοσταλγία μοναχά στα φυλλοκάρδια τους, άλλους τους έδιωχναν ως ανεπιθύμητους».
Δυο χρόνια στο Παρίσι η Λίζα και έρχεται η ώρα της αναχώρησής της. Φεύγει; Τη διώχνουν; Πού πάει; Υπαινικτική η γραφή. Πόνος και δυσκολία να αποχωριστεί μια χώρα και τους ανθρώπους που αγάπησε. Παίρνει για μια φορά ακόμη τις βαλίτσες της, αφήνει την οδό Ζαν – Πιερ Τεμπώ κάπου ανάμεσα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη και με ένα αεροπλάνο αυτή τη φορά αφήνει τη Γαλλία σκουπίζοντας λίγα δάκρυα από τα μάτια της…
 Στις 22 Μαρτίου 1947, μέσα στον εμφύλιο, η Μέλπω Αξιώτη αυτοεξορίζεται στη Γαλλία για να αποφύγει τη σύλληψη. Μέλος του ΚΚΕ από το 1936 με ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση και δραστηριοποίηση στον παράνομο τύπο. Στη Γαλλία ζει μέχρι το Σεπτέμβρη του 1950. Απελαύνεται μετά από διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης στην Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια ακολουθεί τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επαναπατρίστηκε το 1964.
Το μυθιστόρημα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη, γραμμένο στα γαλλικά από το Νοέμβριο του 1948 έως το Μάιο του 1949, ήταν ανέκδοτο μέχρι πριν από μερικούς μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2014 από τις εκδόσεις Άγρα με την επιμέλεια της Μαίρης Μικέ και σε μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια. Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη είναι η γειτονιά στην οποία εγκαθίσταται και από εκεί και ο τίτλος του βιβλίου.
Ένα μυθιστόρημα για την εξορία, τον έρωτα, το θάνατο, τους φίλους και τους συντρόφους με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς πίσω από το πρόσωπο της Λίζας διακρίνει κανείς τη Μέλπω Αξιώτη και τη δική της ζωή. Γραμμένο σε νεωτερική γραφή και με μια τεχνική που συνδυάζει την τριτοπρόσωπη αφήγηση και την παραστατική απόδοση του προφορικού λόγου στις διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, υπερρεαλιστικές εικόνες, περιγραφές, σχήματα λόγου, υπαινικτικό λόγο, συνειρμική σκέψη και μια λεπτή ειρωνεία που αγγίζει σε αρκετά σημεία τον σαρκασμό.
Συνεχείς υποσημειώσεις μας πληροφορούν για μοτίβα και σκηνές ολόκληρες που επαναλαμβάνονται αυτούσια ή με διαφορετική μορφή στα άλλα έργα της Αξιώτη. Η Μαίρη Μικέ στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή της υποστηρίζει ότι το Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη αποτελεί πολύτιμο κρίκο στην πορεία του έργου καθώς υποδέχεται, απηχεί, αλλά και προετοιμάζει θέματα, πρόσωπα, μοτίβα, τεχνικές γραφής που παρουσιάζονται στο υπόλοιπο (προγενέστερο και μεταγενέστερο) πεζογραφικό και ποιητικό έργο.
Προαναφέρθηκε ότι το έργο αυτό είναι γραμμένο στα γαλλικά. Την μετάφραση ανέλαβε η Τιτίκα Δημητρούλια. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν τα επιλεγόμενα της μεταφράστριας. Εδώ ο αναγνώστης θα διαβάσει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο σχετικό με τη μετάφραση του Republique – Bastille. Αξίζει να μεταφέρουμε ορισμένες απόψεις της μεταφράστριας η οποία σημειώνει ότι το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα είναι μια οριακή εμπειρία διγλωσσίας και ότι κάτω από το γαλλικό κείμενο, ο προσεκτικός Έλληνας αναγνώστης που γνωρίζει την Αξιώτη, δεν ακούει μόνο τα ελληνικά, αλλά και την προσωπική της ιδιόλεκτο, όπως έχει διαμορφωθεί από την εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης και αποτυπώνεται στα κείμενα που συγκεντρώνονται στα Χρονικά, αλλά και στα διηγήματα που εκείνη την περίοδο δημοσιεύονται στα περιοδικά και, φυσικά, στον Εικοστό αιώνα. Η Μέλπω Αξιώτη, γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια, «αυτο-μεταφράζεται» στα γαλλικά, με την έννοια ότι σκέφτεται στα ελληνικά και γράφει στα γαλλικά, στα οποία εκφράζεται λογοτεχνικά κατά κάποιο τρόπο ψηλαφητά.
Όσο για τη μετάφραση του έργου από τα γαλλικά η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρει ότι επέλεξε να δημιουργήσει ένα κείμενο που επιτρέπει να διαφανεί η διαμεσολάβηση του γαλλικού ενώ συγχρόνως θα κυριαρχεί η ελληνικά εκφρασμένη ιδιοπροσωπία της Αξιώτη. Μια δουλειά δύσκολη για την οποία μελέτησε συστηματικά τα πρωτότυπα έργα της Αξιώτη, τη γλώσσα και το ύφος σε μια προσπάθεια να εντοπίσει τα ιδιαίτερα γλωσσικά χαρακτηριστικά της που θα μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Τόσο η Μαίρη Μικέ όσο και η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρουν ότι το μυθιστόρημα αυτό έμεινε ανέκδοτο εξ αιτίας της απέλασης της Μέλπως Αξιώτη από τη Γαλλία στις 7 Σεπτεμβρίου 1950. Η συγγραφέας εξόριστη στις Λαϊκές Δημοκρατίες υποβάλλει τα έργα της στον έλεγχο της Επιτροπής Διαφώτισης του ΚΚΕ και με βάση τα λογοτεχνικά κριτήρια που θέτει η Επιτροπή, η έκδοση αυτού του μυθιστορήματος πιθανόν δεν θα μπορούσε να γίνει. Η Μαίρη Μικέ στηριζόμενη στο γεγονός ότι μέχρις στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν αν το κείμενο «συνομίλησε» με τους κομματικούς μηχανισμούς και αν υποβλήθηκε σε διορθώσεις ή απόρριψη υποστηρίζει ότι πιθανόν η Μέλπω Αξιώτη να αυτολογοκρίθηκε. (Ο αναγνώστης θα μπορούσε να βρει πολύ χρήσιμα στοιχεία για τη δραστηριότητα των κομματικών ελεγκτικών μηχανισμών και τη θέση της Μέλπως Αξιώτη σε σχέση με αυτούς σε δύο εξαιρετικά βιβλία των Άννας Ματθαίου και Πόπης Πολέμη, τα α) Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947- 1955 και β) Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947 – 1968).
Το Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη βοηθάει να προσθέσουμε ένα ακόμη κομμάτι στο έργο της Μέλπως Αξιώτη αλλά και να το κατανοήσουμε καλύτερα καθώς κομμάτια του βρίσκονται ενσωματωμένα σε ποιήματα, διηγήματα και τα άλλα μυθιστορήματα.
«Τα μυρμήγκια δεν τρων ποτέ την καρδιά των σπουργιτιών που πεθαίνουν στο δάσος μετά την καταιγίδα. Ροκανίζουν όλο το σώμα, αλλά δεν αγγίζουν την καρδιά, κι αυτή θα βρει ένα νέο κορμί και θα μπει μέσα του κι έτσι τα σπουργίτια συνεχίζουν να ζουν για πάντα· ποτέ δεν μπορείς να τα εξαφανίσεις».


Μέλπω Αξιώτη, Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη [Republique – Bastille]. Εισαγωγή – Επιμέλεια: Μαίρη Μικέ. Μετάφραση – Επίμετρο: Τιτίκα Δημητρούλια. Άγρα 2014

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Το δικό μας αίμα

Θέλω να διασώσω κάπως μια παλιά διαδήλωση, που θα χαθεί ολότελα κι αυτή και θα σβήσει. Ένα ανοιξιάτικο, μουντό όμως, μεσημέρι στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη του '43. Να καταθέσω κι αυτή τη φτωχή μαρτυρία μου, που ύστερα από τόσες σιωπές, αποσιωπήσεις, περιφρονήσεις, θανάτους και αραιώματα, πήρε θαρρώ να αποκτάει κάποια αξία.
Τις μέρες εκείνες υπήρχε μέγας αναβρασμός για την πολιτική επιστράτευση. Οι επιγραφές στους τοίχους κραύγαζαν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει ματαίωσή της. Διαδιδόταν πως τους επιστρατευόμενους θα τους πάρουν για το μέτωπο της Ρωσίας, τα εργοστάσια της Γερμανίας ή και κατά της Ανταρσίας, να τους βάζουν μπροστά για ασπίδα ή για δόλωμα. Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιθανότερο. Δεν ήθελε συζήτηση πως επρόκειτο για ομηρία παρά για επιστράτευση.
Κι ένα πρωινό, κατά τις δέκα, καθώς είχαμε διάλειμμα στο Γ' Αρρένων, ξεπατάχτηκαν ανάμεσά μας δυο τρεις νεαροί, αρκετά μεγαλύτεροί μας, καλοντυμένοι κάπως μα νευρικοί και ωχρότατοι. Ο ένας τους ανέβηκε σε μια μικρή χωματένια τούμπα της αυλής, σήκωσε τα χέρια, κι έκανε γρήγορο νόημα να πλησιάσουμε να μας μιλήσει: " Το μεσημέρι στις δώδεκα θα γινόταν διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση κι έπρεπε να πάμε". Απάνω, στο γραφείο, οι καθηγητές πήραν είδηση. Η θέση τους δύσκολη πολύ. Κάτι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, να δείξουν έστω πως τους κυνηγάνε. Ακούγοντας εμείς τους φλογερούς φοιτητές, κοιτούσαμε και κατά το γραφείο. Μερικοί καθηγητές μας ήταν στο ΕΑΜ, κι αυτό αποδείχτηκε αργότερα , όταν τους πέταξαν απ' τη δουλειά τους. Πάνω σ' αυτά, εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο ο διευθυντής μας, Τσόλης ονόματι, μαζί με άλλους αγριεμένους. Τράβηξε με ορμή προς τους φοιτητές, οι οποίοι πισωπλάτησαν, ακόμα πιο δυνατά μιλώντας. Η τουρκόφωνη επιστάτρια, κυρία Ευθυμία, που μόλις την πειράζαμε, έλεγε απειλητικά " πού Τσό - λης, πού Τσό -λης", δηλαδή πόυ είναι ο Τσόλης να τον φωνάξω και θα δείτε εσείς, και φυσικά εμείς την πειράζαμε για να το επαναλαμβάνει, βαρούσε κιόλας με δύναμη το κουδούνι. Μας έμπασαν, χωρίς γραμμή, στα γρήγορα μέσα.
Κάναμε μάθημα στο ισόγειο, σε μια αίθουσα βαθιά και σκιερή, με κάθετα κάγκελα στα παράθυρα. Οι παλιότεροι τους κακοποιούς και τους κλέφτες τους φοβούνταν πιο πολύ κι από τη φωτιά. Έλεγαν πως και ο Κεμάλ, που το σπίτι του ήταν λίγο πιο εκεί, είχε φοιτήσει σ' αυτό το σχολείο. Ξαφνικά, στα τρία ανοιχτά παράθυρα βλέπουμε τρεις σκιές κρεμασμένες. Είχαν σαλτάρει, πιαστεί από τα κάγκελα , και πάλι φώναζαν: " Όλοι στη Γενική Διοίκηση στις δώδεκα". Η Γενική Διοίκηση, με τον προδότη, βέβαια, Γενικό Διοικητή, βρισκόταν στην Τσιμισκή, στο κτίριο όπου είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο " Μόλχο ". Ο καθηγητής μας εκείνης της ώρας, Ξύδης, χημικός - όνομα και πράμα - ρίχτηκε σαν αγριόγατος να τους διώξει. Σκαρφάλωσε απάνω στα θρανία και προσπαθούσε να κλείσει το παράθυρο. Επειδή όμως οι φοιτητές είχαν τα πόδια τους και δεν μπορούσε, τους κλωτσούσε με μανία στα καλάμια και στα σκέλια, από τα κάγκελα ανάμεσα. Εμείς είμασταν μικρά, βλέποντας την κλωτσοπατινάδα εκείνη , είχαμε ζαρώσει. Περισσότερο μας είχε πληγώσει η συμπεριφορά του καθηγητή, ο τρόπος του, οι αναξιοπρεπείς κινήσεις του, οι κλωτσιές του, και όχι το ότι έδιωχνε τους φοιτητές. Άδικα όμως έγινε όλη αυτή η φασαρία, ήταν η τελευταία μας ώρα εκείνη, μετά σχολούσαμε. Το κατοχικό πρόγραμμα δεν πήγαινε πάνω από τρεις ώρες. Βγαίνοντας είδαμε χωροφύλακες να περιπολούν με νωχέλεια στην αυλή, καθώς και στην Αγίου Δημητρίου. Τους ειδοποίησαν για να' ναι τυπικά εντάξει. Μα, αυτοί φαίνονταν λιγότερο χέστηδες από τους καθηγητές μας.
Αντί για το συσσίτιο, τραβήξαμε προς τη Γενική Διοίκηση. Εκεί έστριβε το τραμ, παίρνοντας τη στροφή μπροστά σ' ένα κατάστημα που πουλούσε καφέδες. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ερχόμασταν να παίξουμε και να σφυρίξουμε με τον παπαγάλο του Λουμίδη. Μέσα στις φθαρμένες πια τσάντες μας είχαμε τα πιάτα και τα κουτάλια - πιρούνια δεν χρειάζονταν - τυλιγμένα σε μια πετσέτα. Εμείς δεν είχαμε τσινένια ούτε τσίγκινα πιάτα στο σπίτιμ κι έτσι κουβαλούσα γυαλένιο. Το τοποθετούσα πάντοτε στο πίσω μέρος της τσάντας, μετά τα βιβλία και τα τετράδια. Κι ουδέποτε το έσπασα. Τι παιδί πια ήμουν κι εγώ; αλλά και τι αψυχολόγητα πράγματα που μου έκαμναν οι μεγάλοι, να μη μ' αφήνουν στιγμή ξεγνοιασιάς, φορτώνοντας με με τη διατήρηση αυτού του γυαλένιου πιάτου;τι να πει κανείς; Όλο μαχαίρια στην πλάτη μου, ώστε να μην ξενοιάσω ποτέ μου. Πάντως, με το βαθύ πιάτο η τσάντα πίσω σχημάτιζε μια ξεγδαρμένη καμπούρα. Ήταν από το φούσκωμα που επί χρόνια δημιουργούσε εκείνο το πιάτο. Για την καμπούρα της ράχης μάς έδιναν μουρουνόλαδο. Μπάινοντας στο συσσίτιο, κάποιος εκεί στην είσοδο, μας το έβαζε στο κουτάλι, που κρατούσαμε όλοι στο χέρι. Έπρεπε να το καταπιούμε αμέσως. Μ' αυτό το ίδιο κουτάλι τρώγαμε στη συνέχεια το φαΐ μας. Παρόλα αυτά όμως ούτε ευσταλείς γίναμε ούτε ευθυτενείς. Μείναμε μόνο αιώνιοι θαυμστές και μελετητές των ευσταλών, έχοντας συχνά την παρηγοριά ότι εμείς είμασταν απείρως πιο ευσταλείς στην ψυχή από κείνους κι ας νομίζει ο κόσμος.
Είχε αρκετό κόσμο στη Γενική Διοίκηση και πολλούς χωροφύλακες στις γωνιές με τα τουφέκια αναρτημένα. Οι χωροφύλακες στην Κατοχή, μα και στον εμφύλιο, φορούσαν χακί ρούχα, αλλά καπέλα πάντοτε πλατύγυρα. Στεκόμουνα στην άκρη, εκέι που είναι σήμερα - ελπίζω να είναι - το βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου στην Τσιμισκή. Καταπώς βλέπω, όλο με βιβλιοπωλεία επισημάινω τους τόπους...Σε κάποια στιγμή , όταν ο μουντός - θυμάμαι - ο κακοντυμένος κοσμάκης , πήρε να φωνάζει ρυθμικά μα αδύναμα " Όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση, όχι επιστράτευση!", οι χωροφύλακες αμέσως έφραξαν κατά πλάτος τον δρόμο, κράτησαν τα τουφέκια με τις κάννες προς τον ουρανό, σαν να παρουσίαζαν όπλα, και άρχισαν να ρίχνουν. Είδα αυτό για μια στιγμή, είδα τον κόσμο να παραμερίζει στις άκρες , αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε, γιατί το έβαλα στα πόδια. Εξακολούθησα να τρέχω ακόμα και σε δρόμους με διαβάτες ανύποπτους , που πήγαιναν με όλο τους το πάσο. Ούτε καν είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Νόμιζα πως οι χωροφύλακες με τα τουφέκια θα χυμήξουν από κάποια γωνιά και θα σαρώσουν πυροβολώντας την πόλη. Αλλά αυτά, τότε, οι Γερμανοί μόνο μπορούσαν να τα κάνουν.
Πάντως, σε μερικές μέρες συνέβη κάτι το αναπάντεχο , που είχε γνήσια τη σφραγίδα της στρατιωτικής κακότητας. Μαζί με μυστικούς δικούς μας, μπλοκάρισαν οι Γερμανοί από τα χαράματα την πλατεία Δικαστηρίων, αφήνοντας, φαινομενικά ανοιχτούς μόνο τους επάνω δρόμους, που οδηγούσαν σ' αυτήν. Οι εργαζόμενοι που περνούσαν κοπαδιαστά αποκεί πρωί πρωί έπεσαν στη φάκα. Φτάνοντας κάτω μεριά τους σταματούσαν με τα πολυβόλα. Μάζεψαν έτσι χιλιάδες άντρες. Μετά άρχισαν, με όλη τους την άνεση, την ταχτοποίηση και τη διαλογή. Ήταν ένα λαμπρό πρωινό του Μαΐου,  και του Ιουνίου ίσως. Τους έβαλαν σε σειρές, ξεχωρίζοντας τους πιο νέους. Σ' αυτούς έκαμναν, συνέχεια, έλεγχο χαρτιών. Μόλις είχαν περάσει ένας δυο μήνες που είχαν μαζέψει τους Εβραίους κι έτσι οι εχθροί ένιωθαν πιο άνεση. Προηγουμένως, ποτέ δεν θα το έκαμναν αυτό, από το φόβο πως μπορούσαν να ανακατευτούν ανυποψίαστοι με Εβραίους και να μιανθούν. Από μακριά έβλεπες ξαφνικά σπρωξίματα, κλωτσιές, και άκουγες το κτηνώδες γερμανικό βρισίδι. Κατά το μεσημέρι άφησαν, πρώτα, τους παπάδες. Είχαν πιάσει αρκετούς κι απ' αυτούς, καθώς θα πήγαιναν για τον Όρθρο. Πρέπει να είχαν ανάψει τα ράσα τους μες στο λιοπύρι. Είχαν πιάσει και τον πατέρα Λεωνίδα, τον μετέπειτα αντικανονικό μητροπολίτη , καθώς κατέβαινε λοξά από το Διοικητήριο, όπου καθόντουσαν όλοι μαζί οι Ζωικοί, σ' ένα σπίτι με διαμπερή στοά αποκάτω, μα αυτόνα, μετά από διάφορα σούρτα - φέρτα, τον είχαν αφήσει να φύγει από το πρωί, προς μεγάλη συγκίνηση των γυναικών που κοίταζαν. Ύστερα από τους παπάδες, απέλυσαν τους γέρους, και σε λιγάκι τους μεσόκοπους. Τους νέους τους ξεδιάλεγαν σιγά - σιγά , αυτοί ήταν από το ιδιόκτητο κοπάδι τους. Άφηναν εκείνους μόνο, που μπορούσαν να αποδείξουν με χαρτιά ότι δούλευαν σε υπηρεσίες δημόσιες ή χρήσιμες για το Γ' Ράιχ. Τελικά απόμειναν αρκετές εκατοντάδες - οι πιο νέοι και εύρωστοι. Σκαφτιάδες, χτίστες, θαλασσινοί...Όλοι όσοι δεν είχαν πρόσωπα να τρέξουν εκείνες τις ώρες να τους ελευθερώσουν. Τους κατέγραψαν, τους δέσμευσαν και τους έκλεισαν σ'ένα σχολείο, εκεί στην Αγίας Σοφίας, από το Πειραματικό απέναντι. Διψασμένους και νηστικούς. Και ολότελα παραζαλισμένους. Φώναζαν σαν πουλιά από τα παράθυρα, ρίχναν χαρτάκια με μηνύματα. Τους παίρναμε τσιγάρα, πετώντας τα πακέτα ψηλά προς τα παράθυρα. Τα καημένα τα παιδιά, παρά το αναπάντεχο που τους βρήκε, διατηρούσαν αρκετό κουράγιο και κέφι. Ακόμα και χαμόγελο. Οι νέοι, τότε, οι φτωχοί μάλιστα, θεωρούνταν κάπως σαν υποψήφιοι μελλοθάνατοι, σαν ιδιαίτερα ανθεκτικά τομάρια, και τα ' παιρναν αψήφιστα κάτι τέτοια.
Σε λίγον καιρό μάθαμε πως τους διασκόρπισαν στις γραμμές του τραίνου. Τους χώρισαν σε ομάδες, τους οργάνωσαν, τους μοίρασαν κατά τμήματα τη γραμμή, και τους έβαλαν να ψάχνουν συνεχώς τις ράγες μ' ένα μακρύ ξύλο. Για ό,τι συνέβαινε στο κομμάτι τους, ήταν υπόλογοι με τη ζωή τους. Αυτό ξανάγινε , αργότερα, στον εμφύλιο με τους γιεχωβάδες. Μια και δεν εννοούσαν να πιάσουν όπλο, τους έδωσαν από ένα κοντάρι να ψά;χνουν τις γραμμές για νάρκες, δυναμίτη και τέτοια. Αν με το ανασκάλισμα οι εκρηκτικές ύλες έσκαγαν, το κέρδος ήταν όλο δικό τους. Αν πάλι δεν τις έβρισκαν και έσκαγαν καθώς περνούσε το τραίνο, το κέρδος το εισέπρατταν λίγο αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν επινοήσει και κάτι άλλο: βάζαν κρατούμενου ή επιστρατεμεύνους σ' ένα βαγόνι ανοιχτό και κουκουλωμένο με συρματοπλέγματα, σαν κλούβα, μπροστά από την ατμομηχανή, για να κάνουν έτσι εκβιασμό στους αντάρτες που υπονομεύαν τις γραμμές. Αν ανατίναζαν την αμαξοστοιχία, θα σκοτώναν πρώτα τους δικούς τους ή θα γίνονταν αιτία να εκτελεστούν. Δεν είμαι βέβαιος , αλλά νομίζω ότι αυτό το κόλπο χρησιμοποιήθηκε και και στον ανταρτοπόλεμο. Πάντως, γιεχωβάδες τουφέκισαν πολλούς, γιατί επέμεναν στις αρχές τους. Και μολονότι οι ιδέες αυτές είναι παλαβές και φαιδρές για μένα, εντούτοις ομολογώ ότι αποκαλύπτομαι μπροστά στην εμμονή τη μέχρι θανάτου θυσίας.
Δεν ξέρω πώς γλιτώσαν εκείνα τα παιδιά της πλατείας, θα διέρρευσαν μάλλον στους αντάρτες. Σήμερα δεν πρέπει να' ναι και πολύ μεγάλοι, εκεί γύρω στα εξήντα τους θα βρίσκονται. Και όμως κανένας τους δεν μας εξιστόρησε όλα αυτά. Φοβόντουσαν κιόλας οι άνθρωποι τόσα χρόνια. Πονάνε τα μέσα μου, όταν κάθε τόσο διαπιστώνω πως στην Αθήνα, την Κρήτη, και ιδίως στο Μοριά, δεν έχουν αφήσει το παραμικρό αντιστασιακό επεισόδιο, και το πιο ασήμαντο ακόμα, που να μην το έχουν αποθησαυρίσει, διαλαλήσει και προπάντων μεγαλοποιήσει. Κι εμείς με τα τόσα σπουδαία γεγονότα, τη βαριά σιωπηλή ζωή, όπου η Κατοχή ήταν δεκάδες φορές  αυστηρότερη, και οι εκτελέσεις πολύ πιο πολλές, δεν βγάζουμε άχνα. Αλλά μήπως μόνο η Κατοχή ήταν έτσι στα δικά μας μέρης; Όλες οι εποχές ήταν πιεστικότερες. Στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και οι διαταγές και σε μας επάνω εφαρμόζονται, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Πόυ είναι οι τόσοι εκτελεσμένοι μας, τα ονόματά τους, τα σημειώματά τους, οι τελευταίες τους στιγμές; Εκείνοι που όταν τους περνούσαν για πάντα από τους ακραίους συνοικισμούς έψελναν, έστω και λαθεμένα , τον εθνικό ύμνο και ο κόσμος έκλαιγε στα παράθυρα; Θεληματικά ή όχι, έχουμε παρατήσει τους ανθρώπους μας, που έφυγαν κρατημένοι και από μιαν άλλη ελπίδα. Φοβάμαι πως πολλών έχουν χαθεί ακόμα και τα ονόματα. Ξέρουμε - και πολύ σωστά - τις συνθήκες στο Χαϊδάρι, τις εκτελέσεις στην Καισαριανή, τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, τους ηρωισμούς μπροστά στο ιταλικό ιππικό, την απελευθέρωση, τους λόγους και τα μπαλκόνια , τα δεκεμβριανά. Ξέρουμε ακόμα για την πρωτομαγιά του Σικάγου, για το θωρηκτό "Ποτέμκιν", τη Ρωσία του 1905, το Πόρτ - Άρθουρ, τη Ρωσία του '17 - Χειμερινά ανάκτορα, θωρηκτό 'Αυγή", στόλος Βαλτικής, μεταμφιέσεις, και συνελέυσεις - αλλά δεν ξέρουμε τίποτε σχεδόν για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, το Γεντί - Κουλέ, που θα' πρεπε να είχε γίνει μουσείο φρίκης, τις εκτελέσεις στο Κόκκινο Σπίτι, τις εκτελέσεις στο Χατζή - Μπαχτσέ, το κάψιμο του Χορτιάτη, το Τμήμα Μεταγωγών, που έχει παραδοθεί σε φροντιστήρια και βιοτεχνίες, τις άλλες, τις πολλές εκτελέσεις του εμφυλίου πίσω από το Εφταπύργιο. Ποιος θα τα καταγράψει αυτά και πότε επιτέλους θα τα κάνει; Ποιος θα πάρει τις προσωπικές καταθέσεις όσων ακόμα κρατιούνται στη ζωή; Θα χαθούν, θα αλλοιωθούν - κάθε μέρα αλλοιώνονται και πεθαίνουν. Εγώ αυτό δεν είμαι σε θέση να το κάνω, πρέπει να βρεθούν άλλοι, μάλλον νεώτεροι. Είναι αλήθεια πως τους λόγιους της Θεσσαλονίκης τους τρομοκρατούν και κάτι φριχτά εντόπια οντάρια, κατώτατης υποστάθμης κριτικοί και λογοτέχνες , που αποθαρρύνουν τις προσπάθειες αυτές, και που έχουν αναγάγει τον χαντουμισμό τους σε υψηλό καλλιτεχνικό δόγμα.
Αυτοί είναι οι δεύτεροι φονιάδες, οι πνευματικόι συνεχιστές. Μόνο με την εξάλειψή τους η πόλη μας θα πάρει ανάσα.



Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Πεζογραφήματα, Κέδρος 1986 , 6η έκδοση
Για τα 30 χρόνια από το θάνατό του( 16 Φλεβάρη 1985)

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ερωτική άσκηση για δύο


το κορίτσι:
Μαζί θα κάνουμε εκατό παιδιά
ο νέος:
Με δυο φεγγάρια στην καρδιά

το κορίτσι:
Θα χεις τα χέρια σου σφιχτά
θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
κι οι δύο μαζί:
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά
το κορίτσι:
Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
θα χεις τα χέρια σου σφιχτά

ο νέος:
Μαζί θα γίνουμε κι εμείς παιδιά
το κορίτσι:
Στου ήλιου τη βελανιδιά
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά

κι οι δύο μαζί:
το κορίτσι:
Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
θα χεις τα χέρια σου σφιχτά
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά

 Ερωτική άσκηση για δύο
στίχοι, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά, Βασίλης Λέκκας 
Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς

Η γαλάζια επιφάνεια του νερού

Θάλασσα


Λίμνη


Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Το Άσμα Ασμάτων και ο Γιοσέφ Ελιγιά

 Τάσος , Άσμα Ασμάτων ( χαρακτικό)
Ένα βραδάκι, απάνω στο κλινάρι μου
Ζητούσα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου
Ζητούσα όλο ζητούσα
Και δεν τον εύρησκα.

Θα πεταχθώ, θα σηκωθώ
Στην πόλι θα γυρίσω.
Θα πάρω τα σοκκάκια και τις ρούγες
Θ' αναζητήσω αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου
...Παντούθε τον εγύρεψα
Και δεν τον εύρησκα

Με συναπάντησαν οι βαρδιατόροι
Πού τριγυρίζαν μεσ' την πολιτεία
Μην είδατε, τους λέγω, πουθενά σας
Εκείνον που η ψυχή μου έχει αγαπήσει;

Λίγο τους είχα προσπεράσει εγώ, και νάτος,
Νάτος αυτός που αγάπησε η ψυχή μου.
Αδράζω τον γερά,
Δε μου ξεφεύγει
Ώσπου τον σύρω, ώσπου τον μπάσω
Στης μάννας μου το σπιτικό
Στην κάμαρα εκεινής
Που μ' έχει γεννημένη .

Σ' όρκο σας βάζω εσάς κοπέλλες της Γερουσαλήμ
Στα ζαρκάδια και στα ελάφια των αγρών
Να μην αγγίξετε, να μην ξυπνήστε
Την Αγάπη - ώσπου μονάχη το θελήσει!
                                                Άσμα Ασμάτων, Άσμα Δ΄Κεφ. Γ΄1-5



 Άσμα Ασμάτων , Μετάφραση Γιωζέφ Ελιγιά, Εισαγωγή - Βιογραφικό σημείωμα - Σχόλια - Επιμέλεια Γεωργίου Κ. Ζωγραφάκη , Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης , Θεσσαλονίκη 1965.











Γράφει ο Γεώργιος Κ. Ζωγραφάκης:
Ο Ελιγιά γεννήθηκε το 1901 στα Γιάννενα  από γονείς μικροαστούς . Ηταν μοναχογυιός και, μικρός, ορφάνεψε από πατέρα. Μεγάλωσε με τη φροντίδα της μητέρας του και, γι' αυτό, της δείχνει στα έργα του μιαν εξαιρετική λατρεία.
Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Alliance Israelite της πατρίδας του. Ήταν πολύ φτωχός μα μελετηρός. Αγαπούσε να μαθαίνη το κάθε τι με μια νοσηρή περιέργεια. Ο ίδιος αναφέρει, σαν σπουδαίο, το γεγονός ότι κατόρθωσε , με αφάνταστες οικονομίες ν' αποχτήση, στην προτελευταία τάξη, το γαλλικό λεξικό Petit Larousse.  Αποφοίτησε το 1918. Εκείνο τον καιρό, στα Γιάννενα υπήρχε μια ισχυρή Σιωνιστική κίνηση, κι' ο Ελιγιά βρισκόταν στην πρώτη γραμμή. Μιλούσε, ενεθάρρυνε, και τα λόγια του ζέσταινε ένας παράξενος παλμός.                                                                             
Τότε πρωτοφανερώθηκε σαν ποιητής αλλά σαν ποιητής της Σιωνιστικής ιδεολογίας.
Στο 1919 διορίστηκε δάσκαλος στην Alliance. Τότε παρατηρείται μια απότομη στροφή στις ιδέες του. Ασπάζεται την προσπάθεια της αφομοιώσεως των Εβραίων με τους Έλληνας. Μελετά τα Νεοελληνικά γράμματα και τελειοποιείται στην ελληνική γλώσσα που ήταν άλλωστε και μητρική του.
Στο 1920 επιστρατεύεται. Ως την εποχή αυτή τα ποιήματά του είναι ελάχιστα. Το στρατιωτικό τον κούρασε ψυχικά, αλλά κατόρθωσε να τοποθετηθή στο γραφείο της Μεραρχίας και κει, είχε όλον τον καιρό να μελετά και να γράφη.
Στα 1921 απολύθηκε και ξαναπήγε πάλι δάσκαλος στο σχολείο της Εβραϊκής Κοινότητος. Παραδίδει χωριστά και μαθήματα γαλλικής. Μελετά ταυτόχρονα τη γαλλική φιλολογία, την ελληνική και της εβραιολογία. Στα 1924 μας παρουσιάζεται, γνώστης βαθύς της Ταλμουδικής και Μεταταλμουδικής φιλοσοφίας και ποιήσεως και δεινός εβραϊστής. Εκείνη την εποχή, μια διάλεξή του στη Ζωσιμαία Σχολή, τον απεκάλυψε στον διανοούμενο κόσμο.
Στη διάλεξή του εκείνη που είχε σαν θέμα : " Η μεταβιβλική εβραϊκή ποίηση " απήγγειλε τις πρώτες του μεταφράσεις εβραϊκών κειμένων. Από τότε επίσης, αρχίζει να δημοσιεύη ποιήματά του στον " Ηπειρωτικόν Αγώνα", στον " Κήρυκα", στην " Ήπειρο " με το ψευδώνυμο Ιούλιος Συγκουλιέρος. Αλλά το περιβάλλον των Ιωαννίνων τον στενοχωρεί. Οι αρχηγοί της Εβραϊκής Κοινότητος δεν αναγνωρίζουν τα προσόντά του. Οι φίλοι του είναι επιστήμονες, λογοτέχναι, αξιωματικοί.
Η διάστασή του ανάμεσα σ' αυτόν και το περιβάλλον του όλο και μεγαλώνει. Στο τέλος του 1922 αποφασίζει να εγκατασταθή οριστικά στην Αθήνα μαζύ με την μητέρα του. Πουλάει το πατρικό σπίτι και κόβει κάθε δεσμό με τη γενέτειρά του.
Από το 1925 αρχίζει για τον Ελιγιά, μια νέα ζωή. Γνωρίζεται με Αθηναίους λογοτέχνες , δημοσιεύει έργα του, πρωτότυπα και μεταφράσεις σε περιοδικά. Παραδίδει γαλλικά σε ιδιωτικά σχολεία. Όσος καιρός του μένει, τον περνά στην Εθνική Βιβλιοθήκη μελετώντας εκεί μέσα ώρες ολόκληρες.
Οι φίλοι του : ο Βάρναλης, ο Δάφνης, ο Μαλακάσης, τον αποκαλούν "ποιητή". Από το 1925 ως το 1927 τελειοποιείται αδιάκοπα. Το καλοκαίρι του 1927 πεθύμησε τα Γιάννενα και έκαμε ένα ταξείδι ως εκεί. Όλοι , τότε , αναγνώρισαν την αξία του και η υποδοχή που του κάνανε έσβυσε τις παλιές θλιβερές αναμνήσεις. Στο σύντομο διάστημα της παραμονής του εκεί, μελέτησε τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας του.
Στα 1928, στην Αθήνα, μας φανερώνεται πια τελειωμένος λογοτέχνης, ομόφωνα ανεγνωρισμένος. Συνεργάζεται στα καλύτερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά, στο Λεξικό του Πυρσού.
Εξακολουθεί να παραδίδη μαθήματα γαλλικής.
Τότε σκέφθηκε να πάρη δίπλωμα από το Γαλλικό Ινστιτούτο των Αθηνών και να διορισθή κάπου. Στρώθηκε στη μελέτη και κατόρθωσε, το δεύτερο κιόλας χρόνο, να πάρη το δίπλωμά του.
Με το δίπλωμα στο χέρι, ένα ολόκληρο χρόνο, ζητεί να διορισθή. Τέλος ,το 1930, τοποθετείται στο Κιλκίς, σαν καθηγητής της Γαλλικής. Δέχτηκε τη θέση με την ελπίδα πως γρήγορα θα κατόρθωνε να μετατεθή στη Θεσσαλονίκη.
Κατέβαινε συχνά και έβλεπε τους ομοφύλους του και τους παρακαλούσε να ενεργήσουν για τη μετάθεσή του.
Όλα όμως μάταια. Κι' ο καϋμός αυτός τον οδήγησε τελικά, στον τάφο.
Στις 15 Ιουλίου 1931 κατέβηκε άρρωστος στην Αθήνα. Πήγε στο σπίτι του με πυρετό. Είχε κοιλιακό τύφο. Όλοι οι Αθηναίοι λογοτέχνες ενδιαφέρθηκαν ζωηρά γι' αυτόν. Τον πήγαν στον Ευαγγελισμό. Όμως η κατάστασή του χειροτέρευε.
Ήταν γραφτό του να μη ζήση.
Το απόγευμα της 29ης Ιουλίου 1931, ημέρα Παρασκευή, πέθανε. Το Σάββατο, κατά τα εβραϊκά έθιμα, δεν μπορούσε να ταφή. Τον μετέφεραν στο κάτω διαμέρισμα του Ευαγγελισμού. Και τη νύχτα του Σαββάτου έγινε η κηδεία του απλή, αφανής, όπως στάθηκε και ολόκληρη η ζωή του. Μια ζωή γεμάτη στερήσεις, ένας σωστός Γολγοθάς. Όμως είχε τη δύναμη, να νικά με το μυαλό, την αντίσταση αυτής της ζωής και να φτάνη στο νόημα της τέχνης.
Έννοιωσε βαθειά τη λογοτεχνική αποστολή του και την εκφράζει σ' ένα επιγραμματικό τετράστιχο:
Κι' ήρθες ω Μούσα ξελογιάστρα, αθώα κι' αγνή
Στ' ωραίο μεθύσι του Καημού και της Ιδέας
Με της Ελλάδας τη μελίρρυτη φωνή
Και με τη φλογερή ψυχή της Ιουδαίας.

Το μεταφραστικό έργο του Ελιγιά είναι μοναδικό στο είδος του...Οι έμμετρες του  αποδόσεις στη γλώσσα μας, των βιβλικών αριστουργημάτων, αποτελούν σωστή αναδημιουργία, τόσο, που να μην ξέρη κανείς αν πρέπει να θαυμάσει τις ιδέες του πρωτοτύπου ή τη μετάφραση του Ελιγιά.
Τέτοια είναι και η νεοελληνική απόδοση του " Άσματος Ασμάτων" που για πρώτη και μοναδική φορά γίνεται απ' ευθείας από το αρχαίο εβραϊκό κείμενο. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα τεύχη 99 της 9 Οκτωβρίου και 100 της 16 Οκτωβρίου του 1927 του Παραρτήματος της Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού.
Ο τίτλος του ποιήματος " Άσμα Ασμάτων" φανερώνει, από τον εαυτό του, και την αξία του. Είναι στ' αλήθεια ένα θαυμάσιο ερωτικό τραγούδι, από τα πιο διαλεχτά, πραγματικά "ωραιότατον" με την έννοια στον υπερθετικό βαθμό που έχει ο εβραϊκός χαρακτηρισμός, " Σιρ Χασσιρείμ"( οι Εβδομήκοντα μετέφρασαν σε Άσμα Ασμάτων ).
Βέβαια, η γλώσσα του και η μορφή του, η εσωτερική του διάρθρωση και κλιμάκωση των επεισοδίων και η έκφραση των ποικίλων αισθημάτων , θυμίζουν έντονα την ανατολίτκη ερωτική ποίηση και τα έθιμα του γάμου στην περιοχή εκείνη. Όμως δεν λείπουν διόλου και τα ξεχωριστά σημάδια της καθαυτό εβραϊκής ποιήσεως: ζωηρό και παλλόμενο αίσθημα και έκδηλη πλαστικότητα στην έκφραση. Πολλές τολμηρές αλλά και γεμάτες χάρη εικόνες και παρομοιώσεις, αγάπη ξέχειλη από γλυκειά τρυφερότητα, αλλά και δύναμη,
Στους Εβραίους, το  Άσμα Ασμάτων, το θεωρούν πως συμβολίζει την τρυφερή σχέση του Ιεχωβά με τον λαό του, τον Ισραήλ. Έτσι είχε καθιερωθή να διαβάζεται την ημέρα του Πάσχα. Όμως από τον Ωριγένη μαθαίνουμε, πως είχαν απαγορεύση το διάβασμα του, στους ανήλικους, για να μη γίνει παρερμηνεία του περιεχομένου του.
Στην ορθόδοξη χριστιανική όμως εκκλησία έχει απαγορευθή η χρήση του, ενώ στην καθολική , χρησιμοποιείται σε πολλές εορτές και μάλιστα στον εορτασμό της μνήμης αγίων γυναικών, με το διάβασμα περικοπών του.

* Διατηρήθηκε η ορθογραφία του Γεωργίου Κ. Ζωγραφάκη